Ο Κιμ Μονζό (Joaquim Monzó i Gómez, γνωστός ως Quim Monzó, Βαρκελώνη (24/3/1952) είναι Καταλανός συγγραφέας, μεταφραστής και αρθρογράφος. Έχει εκδόσει
μυθιστορήματα και διηγήματα ενώ αθρογραφεί τακτικά στην εφημερίδα La Vanquardia κυρίως στα καταλανικά.
Εργάστηκε ως πολεμικός ανταποκριτής τη δεκαετία του 1970 στην
Καμπότζη, το Βιετνάμ και τη Βόρεια Ιρλανδία εποχή από την οποία
κληρονόμησε ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή και το σύνδρομο Τουρέτ. Έκτοτε έχει συνεργαστεί με διάφορα μέσα μαζικής ενημέρωσης όπως την Καταλανική Τηλεόραση και το Ράδιο Καταλονία και έχει μεταφράσει στα καταλανικά συγγραφείς όπως τον Τρούμαν Καπότε, Έρνεστ Χέμινγουεΐ και Ρόαλντ Νταλ.
Έχει βραβευθεί με πολλά βραβεία μεταξύ των οποίων το Εθνικό Βραβείο
Λογοτεχνίας της Κυβέρνησης της Καταλονίας το 2000. Στα ελληνικά έχουν
μεταφραστεί τρία βιβλία του.
Πηγή:Βικιπαίδεια
Με την καρδιά στο χέρι
(μία από τις ιστορίες του βιβλίου: "το γιατί για το καθετί")
Αρραβωνιάζονται την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ακριβώς τα μεσάνυχτα,
την ώρα που στην πόλη ρίχνουν πυροτεχνήματα και οι άνθρωποι
αγκαλιάζονται: στα σπίτια, στους δρόμους, στις αίθουσες διασκέδασης. Γι'
αυτούς τους δύο τελειώνει η εποχή της φιλίας και αρχίζει ο αρραβώνας
που αναμένεται να τους οδηγήσει σε γάμο. Πότε θα παντρευτούν; Θα το
αποφασίσουν αργότερα· τώρα η συγκίνηση είναι πολύ έντονη. Κοιτάζονται ο
ένας στα μάτια του άλλου και ορκίζονται αιώνια αγάπη και πίστη.
Αποφασίζουν να απαλλαγούν από τις όποιες ερωτικές σχέσεις είχε ο καθένας
τους μέχρι τότε. Υπόσχονται επίσης να είναι εντελώς ειλικρινείς ο ένας
με τον άλλο. Να μην πουν ποτέ ψέματα.
«Θα είμαστε εντελώς ειλικρινείς ο ένας με τον άλλο. Δεν θα πούμε ποτέ ψέμματα, για κανέναν απολύτως λόγο και με καμία διαιολογία».
«Ένα και μοναδικό ψέμα θα σήμαινε το θάνατο της αγάπης μας».
Αυτές οι υποσχέσεις τούς συγκινούν ακόμη περισσότερο. Στις δύο τα ξημερώματα αποκοιμιούνται στον καναπέ, κουρασμένοι, ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.
Σηκώνονται το μεσημέρι, με βαρύ κεφάλι. Κάνουν ντους, ντύνονται, βγαίνουν στο δρόμο φορώντας γυαλιά ηλίου.
«Πάμε για φαγητό;» προτείνει εκείνος.
«Ναι. Εγώ θα ήθελα κάτι λίγο. Με κανά δυο τάπας είμαι εντάξει. Εσύ όμως πρέπει να πεινάς πολύ».
Εκείνος είναι έτοιμος να πει πως όχι, πως είναι εντάξει με οτιδήποτε, αλλά θυμάται την υπόσχεση.
«Ναι. Πεινάω. Αλλά βολεύομαι με τάπας. Εσύ τρως κάνα δυο κι εγώ τρώω περισσότερο».
«Όχι. Εσύ θα θέλεις να καθίσεις σε τραπέζι. Δεν προτιμάς να πάμε σε κάποιο εστιατόριο;»
Υποσχέθηκαν να είναι εντελώς ειλικρινείς ο ένας με τον άλλο. Γι΄αυτό δεν μπορεί να της πει αυτό που θα της είχε πει σε άλλη περίπτωση: πως είναι οκέι να πάνε για τάπας σε κάποιο μπαρ. Τώρα πρέπει να παραδεχτεί ότι πράγματι προτιμάει να πανε σε εστιατόριο και να καθίσουν σε τραπέζι.
«Πάμε, λοιπόν», λέει εκείνη. «Πάμε σε εκείνο το γιαπωνέζικο εστιατόριο που πήγαμε πριν από μία εβδομάδα και σου άρεσε τόσο πολύ;»
Την προηγούμενη εβδομάδα δεν είχαν ακόμα υποσχεθεί ότι θα είναι εντελώς ελικρινείς μεταξύ τους. Επιπλέον, εκείνος ποτέ δεν είπε πως του άρεσε το γιαπωνέζικο εστιατόριο. Το θυμάται ξεκάθαρα: στις ερωτήσεις της είχε πει πως το εστιατόριο του είχε φανεί οκέι, διατύπωση που δεν εξέφραζε τον ενθουσιασμό που τώρα εκείνη βάζει στο στόμα του.
«Σου είπα ότι μου είχε φανεί οκέι, όχι ότι μου άρεσε».
«Εννοείς ότι δε σου άρεσε».
Πρέπει να το ομολογήσει:
«Απεχθάνομαι τη γιαπωνέζικη κουζίνα».
Εκείνη τον κοιτάζει στα μάτια συνοφρυωμένη.
«Ξέρεις ότι εμένα μου αρέσει πολύ».
«Το ξέρω».
Αμφιβάλλει αν η υπόσχεση το απαιτεί ή όχι, αλλά επειδή προτιμάει να την παραβεί από υπερβολική ειλικρίνεια παρά κρύβοντας λόγια, αποκαλύπτει και τις υπόλοιπες σκέψεις του: πως ακριβώς ένα από τα πράγματα που δεν του αρέσουν σε εκείνη (και που σχετίζεται με κάποια συμπεριφορά που εκείνη θεωρεί σνομπ, αλλά που κατά βάθος είναι απλώς κακόγουστη) είναι η συνήθειά της να πηγαίνει πάντα σε αυτά τα εστιατόρια που αντικαθιστούν την καλή κουζίνα με τις δημόσιες σχέσεις. Εκείνη του λέει ότι είναι ηλίθιος. Εκείνος αναγκάζεται να της πει ότι δεν αισθάνεται καθόλου ηλίθιος και ότι είναι πεπεισμένος πως, αν έπρεπε να αποδείξουν ποιος διαθέτει τον πιο ιδιοφυή εγκέφαλο, ο δικός της δεν θα έβγαινε νικητής. Αυτά τα λόγια καταλήγουν να προσβάλουν τη γυναίκα, που του δίνει ένα χαστούκι, έξαλλη, ενώ του λέει ξανά ότι είναι ηλίθιος, χρόνιος ηλίθιος, ότι θα είναι για όλη του τη ζωή και ότι δεν θέλει να τον ξαναδεί ποτέ πια, πρόταση με την οποία εκείνος αμέσως συμφωνεί.
Κιμ Μονζό - το γιατί για το καθετί
Μετάφραση από τα καταλανικά: Αλεξάνδρα Γκολφινοπούλου
Εκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη
Είναι αλήθεια, πολλές φορές,που τα βιαστικά συμπεράσματα,το να μην γνωρίζεις τον άλλον καλά και η έλλειψη σωστής επικοινωνίας, οδηγούν σε λάθη και προβλήματα.
ΑπάντησηΔιαγραφή