Πώς μετράμε την ανθρωπιά;

Η ανθρωπιά ορίζεται ως η ιδιότητα αυτού που είναι καλός άνθρωπος, έχει καλοσύνη, διαπνέεται από συμπόνια, υψηλό αίσθημα αλληλεγγύης και νοιάζεται για τον συνάνθρωπό του. (Μπαμπινιώτης, 2012) Είμαι από την Κοζάνη, μια μικρή πόλη της Δυτικής Μακεδονίας. Αν έκανα την ερώτηση αυτή στους συμπολίτες μου πολλοί θα θεωρούσαν ότι φέρουν την ιδιότητα της ανθρωπιάς, μη εξαιρουμένης της γράφουσας. Με λίγη μεροληψία ίσως, θεωρώ ότι το ίδιο θα απαντούσε το σύνολο των Ελλήνων και στην εποχή της παγκοσμιοποίησης που βιώνουμε, μάλλον όλο το ανθρώπινο είδος στα πέρατα αυτού του μικρού πλανήτη. Δεν μπορώ να μιλήσω για τους άλλους συνανθρώπους μου, αλλά εμείς στην Κοζάνη έχουμε μεγαλώσει με μια λαϊκή απλότητα. Η συνταγή είναι εύκολη και   συνίσταται στα εξής:   ότι δεν φαίνεται κακό δεν είναι, υπάρχει μια δικαιολογία για τα πάντα και ευτυχία είναι μόνο ότι μπορεί να μετρηθεί. Και φυσικά είμαστε καλοί άνθρωποι. Απλά πράγματα, απτά. Έχεις δουλειά, έχεις οικογένεια, έχεις κοινωνική υπόσταση, μεγ

Φερνάντο Πεσσόα – Το Βιβλίο της Ανησυχίας (αποσπάσματα)



{Υπάρχει μια καλλιέργεια της γνώσης, αυτή που κατεξοχήν ονομάζουμε καλλιέργεια και υπάρχει μια καλλιέργεια της κατανόησης που αποκαλούμε κουλτούρα. Υπάρχει όμως και μια καλλιέργεια της ευαισθησίας.
     Η καλλιέργεια της ευαισθησίας δεν έχει τίποτα να κάνει με την εμπειρία της ζωής. Η εμπειρία της ζωής δεν διδάσκει τίποτα, όπως και για τίποτα δεν πληροφορεί η ιστορία. Η πραγματική εμπειρία συνίσταται στον περιορισμό της επαφής με την πραγματικότητα και στην εμμονή πάνω στην ανάλυση της επαφής αυτής. Έτσι η ευαισθησία πλαταίνει και βαθαίνει, γιατί μέσα μας είναι όλα – αρκεί να τα αναζητήσουμε και να ξέρουμε πώς να το κάνουμε αυτό.

 
Τι είναι το ταξίδι και σε τι χρησιμεύει; Όλα τα ηλιοβασιλέματα είναι ηλιοβασιλέματα, δεν υπάρχει λόγος να πάει να το διαπιστώσει κανείς στην Κωνσταντινούπολη. Η αίσθηση της ελευθερίας που γεννούν τα ταξίδια; Μπορώ να τη γευτώ πηγαίνοντας από τη Λισαβόνα στην Μπενφίκα* , και μάλιστα πολύ πιο έντονα από αυτόν που πάει από τη Λισαβόνα στην Κίνα, γιατί αν η ελευθερία δεν υπάρχει μέσα μου, δεν υπάρχει, για μένα, σε κανένα μέρος του κόσμου. «Ο κάθε δρόμος, μέχρι και αυτός του Έντεπφουλ», λέει ο Καρλάιλ*, «σε πάει  στην άκρη του κόσμου». Αν όμως πάρεις το δρόμο του Έντεπφουλ ολόκληρο και μέχρι το τέλος του, θα γυρίσεις και πάλι στο Έντεπφουλ∙ γιατί το Έντεπφουλ όπου βρισκόμασταν από την αρχή, είναι η ίδια η άκρη του κόσμου που ψάχναμε να βρούμε.
Ο Κοντιγιάκ* αρχίζει έτσι το περίφημο βιβλίο του: «Όσο ψηλά κι αν ανέβουμε, όσο χαμηλά κι αν κατέβουμε, ποτέ δε βγαίνουμε από τις ίδιες μας τις αισθήσεις». Ποτέ δεν αποβιβαζόμαστε από τον εαυτό μας. Ποτέ δεν φτάνουμε στον άλλο παρά μόνο αν αλλοτριωθούμε από την ίδια μας την ευαίσθητη φαντασία. Τα αληθινά τοπία είναι αυτά που μόνοι μας φτιάχνουμε, γιατί έτσι είμαστε εμείς οι θεοί τους και τα βλέπουμε όπως στ’ αλήθεια είναι, δηλαδή έτσι όπως δημιουργήθηκαν. Κανένα από τα επτά μέρη του κόσμου* δεν είναι αυτό που μ’ ενδιαφέρει και που μπορώ στ’ αλήθεια να δω- το όγδοο είναι το δικό μου κομμάτι, αυτό που εγώ διανύω.}     

*Μπενφίκα: προάστιο της Λισαβόνας
*Thomas Carlyle: Σκωτσέζος ιστορικός και κριτικός
*Etienne Bonnot de Condillac: Γάλλος φιλόσοφος, σενσουαλιστής. Ο συγγραφέας αναφέρεται στο βιβλίο του Εγχειρίδιο των Αισθήσεων
*Οι αρχαίοι γεωγράφοι χωρίζουν τον κόσμο σε επτά μέρη

{Όλη η μέρα, μέσα στην απόγνωσή της από ελαφρά μουντά σύννεφα, γέμισε από τις ειδήσεις για την επανάσταση. Τα νέα αυτά, αληθινά ή ψεύτικα, μου προκαλούν πάντα μια αμηχανία ειδική, ανάμικτη με περιφρόνηση και φυσική ναυτία. Με πονάει στην εξυπνάδα μου να μαθαίνω ότι κάποιος κρίνει πως ένα πράγμα αλλάζει όταν το παρακουνάς. Η βία, όποια και να είναι αυτή, ήταν πάντα για μένα μια χονδροειδής εκδοχή της ανθρώπινης βλακείας. Άλλωστε, όλοι οι επαναστάτες είναι ηλίθιοι, όπως σε μικρότερο βαθμό, καθότι λιγότερο ενοχλητικοί, ηλίθιοι είναι και όλοι οι μεταρρυθμιστές.
    Επαναστάτης ή μεταρρυθμιστής, το λάθος είναι το ίδιο. Ανίκανος να κυριαρχήσεις ή να μεταρρυθμίσει την ίδια τη στάση του απέναντι στη ζωή, που είναι το παν, ο άνθρωπος αναζητεί μια διέξοδο προσπαθώντας να αλλάξει τους άλλους και τον εξωτερικό κόσμο. Κάθε επαναστάτης, κάθε μεταρρυθμιστής είναι ένας δραπέτης. Μάχομαι σημαίνει είμαι ανίκανος να δώσω μάχη εναντίον του εαυτού μου. Μεταρρυθμίζω σημαίνει είμαι ανίκανος να βελτιωθώ, σημαίνει δεν έχω ψυχή για να υπάρχω.
     Κάθε άνθρωπος που είναι προικισμένος με μια ευαισθησία δίκαιη και έναν ορθολογισμό, αισθάνεται πως το κακό και η αδικία στον κόσμο τον αφορούν, και επιδιώκει να τα διορθώσει, αρχίζοντας από τα πιο κοντινά: και το πρώτο είναι ο εαυτός του. Αυτό το έργο θα τον απασχολήσει όλη τη ζωή του.
     Το παν, για μας, έγκειται στην αντίληψή μας για τον κόσμο∙ αλλάζουμε την αντίληψή μας για τον κόσμο σημαίνει αλλάζουμε τον κόσμο για μας, δηλαδή αλλάζουμε τον κόσμο, εφόσον δεν είναι ποτέ για μας παρά μόνο αυτό που είναι για μας. Αυτή η μύχια δικαιοσύνη που μας κάνει να γράφουμε μια καλλιγραφημένη σελίδα, αυτή η αληθινή μεταρρύθμιση με την οποία ξαναφέρνουμε στη ζωή την πεθαμένη ευαισθησία μας- αυτή είναι η αλήθεια, η δική μας αλήθεια, η μοναδική αλήθεια. Όλος ο υπόλοιπος κόσμος είναι τοπίο, κορνίζα που αξιοποιεί τις αισθήσεις μας, βιβλιοδεσία των σκέψεών μας. Κι αυτό ισχύει είτε πρόκειται για τα χρωματιστά τοπία των πλασμάτων και των πραγμάτων- αγροί, σπίτια, αφίσες, κοστούμια- είτε πρόκειται για το άχρωμο τοπίο των μονότονων ψυχών, που έρχεται για μια στιγμή στην επιφάνεια με τις παλιές λέξεις και τις φθαρμένες χειρονομίες, για να ξαναβυθιστεί αμέσως στα βάθη της θεμελιώδους ηλιθιότητας της ανθρώπινης έκφρασης.
     Επανάσταση; Αλλαγή; Αυτό που επιθυμώ στ’ αλήθεια, στο πιο μύχιο βάθος της ψυχής μου, είναι να φύγουν αυτά τα άτονα, μουντά σύννεφα που σαπουνίζουν με στάχτη τον ουρανό∙ αυτό που μονάχα θέλω είναι να δω το γαλανό να ξεπροβάλλει ανάμεσά τους, αλήθεια φωτεινή και βέβαιη, γιατί είναι τίποτα και δεν θέλει τίποτα.
8-4-1931}  


Φερνάντο Πεσσόα – Το Βιβλίο της Ανησυχίας του Μπερνάντο Σουάρες βοηθού λογιστή στη Λισαβόνα. (αποσπάσματα)

Επιλογή κειμένων: Άννυ Σπυράκου

Εκδόσεις: Αλεξάνδρεια

Σχόλια