Τα μέλια
ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ, ΑΦΟΥ Η ΜΑΜΑ ΜΕ
φίλησε στο αριστερό μάγουλο και μου είπε καληνύχτα, έσβησε
το φως και βρέθηκα στη σκοτεινή κάμαρα. Καθώς τραγουδούσα για τον εαυτό μου,
έβαλα το χέρι μέσα στο βρακάκι μου για να έχω λίγη συντροφιά. Μούδιασα όμως και
χνούδιασα. Μια γλύκα με τύλιξε γύρω γύρω και δε σταματούσα.
Όλο και πιο
γρήγορα και πήγαινα να σκάσω. Κάτι βαρίδια σαν ζαχαρωτά ανέβαιναν από τις
πατούσες μου στην κοιλιά μου και γέμιζα ζάχαρη. Πηχτά μέλια τρέχανε από παντού
και πνιγόμουνα στη γλύκα.
Ξάφνου, κι
ενώ οι γλύκες είχαν πνίξει το λαρύγγι μου, άρχισε να τρέμει το σπίτι και να
πέφτει βροχή από τον ουρανό. Άνοιγε το χώμα και κατάπινε τα γύρω σπίτια, ένα
ένα. Έβγαλα γρήγορα το χέρι μου από το
βρακάκι μου.
«Θεούλη
μου», είπα, « συγχώρεσέ με. Δε θα το ξανακάνω. Μη μου κόψεις τη ζωή!»
Αλλά η γη γύρω γύρω εξαφανιζόταν
όλο και παραπάνω.Ο Θεούλης είχε θυμώσει για τα καλά.
Έβαλα τότε κι εγώ το χέρι μου
πάλι μέσα στο βρακάκι μου και οι γλύκες ξαναγύρισαν. Τραγουδούσα και στον εαυτό
μου.
Καθώς το σπίτι εξαφανιζόταν μέσα
στο τρύπιο χώμα, τα μέλια με περιλούσαν, και πέθανα στη γλύκα.
{...}
Πρώτη μέρα στο σχολείο.
ΝΥΧΤΑ
ΑΚΟΜΗ, ΗΜΟΥΝΑ ΣΤΟ ΠΟΔΙ. ΤΣΑΚΙΣΤΗ ΠΟ-
διά , άσπρο γυαλιστερό γιακά, μια σάκα άδεια και βαθιά σαν
μπαούλο. Στο βάθος ένα μολύβι ξυμένο του σκασμού, μια κόλλα με γραμμές. Το σπίτι ροχαλίζει.
Έτσι
μασκαρεμένη, κατεβαίνω τις σκάλες, σιγά, για να μην ξυπνήσει η οικογένεια. Περνάω το δωμάτιο της γιαγιάς,
του παππού, της μαμάς, φτάνω στην κουζίνα.
« Φανή, όλοι κοιμούνται. Φανή,
φοβάμαι».
«θα σε πάω εγώ, ματάκια μου, δε
θα σ’ αφήσω ρούπι».
Μου φτιάχνει το γάλα μου.
«θες και λίγο απ’ τον χθεσινό
χαλβά;»
«Φανή, φοβάμαι».
Πρώτη μέρα, κι όλοι το ‘χουνε
ξεχάσει.
Δυο ώρες πριν, είμαστε έξω απ’ το
σχολείο. Η νύχτα είναι μαύρη σαν καλιακούδα.
Αγοράζουμε κουλούρια.
«Φανή, όταν γυρίσω το μεσημέρι,
θα σου φέρω ένα τσουβάλι γράμματα και λίγους αριθμούς».
Ξημερώνει.
Μαμάδες και παιδάκια αρχίζουν να
φτάνουν. Τα παιδάκια βαστάνε στο ένα χέρι τη μαμά, στο άλλο τη σάκα, έχουν
δάκρυα στα μάτια.
«Φανή, να κλάψω κι εγώ; Άσε,
βαριέμαι. Δεν έχω και μαντήλι για τις μύξες».
Τα κουδούνια χτυπάν, οι πόρτες
ανοίγουν. Μια μεγάλη αυλή από τσιμέντο, στον ένα τοίχο παράθυρα με κιτρινιάρικο
φως. Στη μέση της αυλής, στέκεται ένα δέντρο.
«Σαν σάπιο αυγό είναι το σχολείο
μου, Φανή»
«θα συνηθίσεις», μου λέει,
ανάβοντας τσιγάρο.
Όλοι κλαίνε τώρα, μαμάδες και παιδάκια με
ρυθμό, σταματάν και ξαναπιάνουν σαν ατμομηχανές. Στις παύσεις, ακούω τα’
αυτοκίνητα και τον κουλουρτζή.
«Κουλούριαααα! Κουλούρια
φρέσκαααα!»
Απέναντι, κάποιος παίζει πιάνο.
Απ΄το κτίριο βγαίνει ένας κύριος
σοβαρός σαν γομολάστιχα.
Σφυρίζει τρεις φορές, μπαίνουμε σε
κολόνες.
«Πρώτη Δημοτικού! Κοντά στους
καμπινέδες!»
Ακούω το όνομά μου, τρέχω πίσω στην
ουρά. Μπαίνουν κι οι μαμάδες σε κολόνα και φεύγουν.
Στην τάξη: η δασκάλα κάθεται πίσω
απ΄ το τραπέζι..{ …}
«Κα…Κα…Κα…Κασσάνδρα» .
« Έλα, παιδί μου, να κάτσεις στο
πρώτο θρανίο. Εγώ είμαι η κυρία Άντα, η δασκάλα σας. Θα σας μάθω να διαβάζετε,
να γράφετε και να σκέπτεσθε. Θα κάνουμε
εκθεσούλες, θα κόψουμε βατράχια στη μέση, θα δείτε, θα περάσουμε ωραία.
»Και τώρα, θα μου πει το κάθε
παιδάκι κάτι που του αρέσει, με μια φρασούλα όμορφη και καθαρή. Εσύ, παιδί
μου;» με ρωτάει.
«Οι λα-λα-λαστιχένιες κα-κα-κάλτσες
της Φα-ΦΑ-Φανής».
Η τάξη χτυπιέται.
Η κυρία Άντα κοιτάζει το ρολόι
της.
«Ο επόμενος», λέει στοργικά.
Αργότερα: «Και τώρα, παιδιά, θα
σας μοιράσω τα αναγνωστικά σας και θα σας διαβάσω λέξεις. Οι λέξεις είναι
γράμματα κολλημένα μαζί, που κάνουνε και θόρυβο».
Σηκώνεται και αρχίζει κρατώντας
το βιβλίο σαν ψωμί:
«Η Μα-ρί-α παί-ζει. Ο Πέ-τρος εί-ναι κα-κός».
Μας κοροϊδεύει. Τέτοιες φράσεις
ακούω κάθε μέρα. Και τραυλίζει χειρότερα από εμένα.
«Και τώρα, παιδάκια μου, θα μου
πείτε εσείς μια φρασούλα. Και ξεχωρίστε καλά τις συλλαβές. Τις θέλω να
κου-δου-νί-ζουν».
Ο Γιάννης: «Α-γα-πά-ω την μα-μά
μου»
Η Φαίδρα: «Α-γα-πά-ω τον μπα-μπά
μου»
Εγώ: «Ο Π-Π-Π-Πάπας είναι γ-γ-γ-γουρούνι».
Η μπούκλα της κυρίας Άντας
λύνεται και πέφτει μαραμένη μες στα μάτια της.
«Θα τηλεφωνήσω στη μαμά σου»
Θα κάνω συλλαβές για να μην
τραυλίσω.
«Είναι στο Πα-ρί-σι».
«Στον μπαμπά σου».
«Δεν υ-πάρ-χει».
«Στη για-γιά σου».
«Κοι-μά-ται».
Η κυρία Άντα σκέπτεται για λίγο.
«Διάλειμμα», φωνάζει. {…}
Η Φανή με περιμένει στην πόρτα.
«Πώς πήγε το σχολείο;»
«Πολύ καλά. Έμαθα να μιλώ, ν’
απαντώ και να σκέπτομαι με συλλαβές».
«Τότε γιατί κλαίς;»
«Είναι οι συλλαβές. Πονάω, όταν
κόβω τις λέξεις στη μέση».
«Θα συνηθίσεις», μου λέει η Φανή.
«Θα συνηθίσεις».
Μαργαρίτα Καραπάνου – Η Κασσάνδρα και ο Λύκος (αποσπάσματα)
Εκδόσεις Καστανιώτη
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου