Πώς μετράμε την ανθρωπιά;

Η ανθρωπιά ορίζεται ως η ιδιότητα αυτού που είναι καλός άνθρωπος, έχει καλοσύνη, διαπνέεται από συμπόνια, υψηλό αίσθημα αλληλεγγύης και νοιάζεται για τον συνάνθρωπό του. (Μπαμπινιώτης, 2012) Είμαι από την Κοζάνη, μια μικρή πόλη της Δυτικής Μακεδονίας. Αν έκανα την ερώτηση αυτή στους συμπολίτες μου πολλοί θα θεωρούσαν ότι φέρουν την ιδιότητα της ανθρωπιάς, μη εξαιρουμένης της γράφουσας. Με λίγη μεροληψία ίσως, θεωρώ ότι το ίδιο θα απαντούσε το σύνολο των Ελλήνων και στην εποχή της παγκοσμιοποίησης που βιώνουμε, μάλλον όλο το ανθρώπινο είδος στα πέρατα αυτού του μικρού πλανήτη. Δεν μπορώ να μιλήσω για τους άλλους συνανθρώπους μου, αλλά εμείς στην Κοζάνη έχουμε μεγαλώσει με μια λαϊκή απλότητα. Η συνταγή είναι εύκολη και   συνίσταται στα εξής:   ότι δεν φαίνεται κακό δεν είναι, υπάρχει μια δικαιολογία για τα πάντα και ευτυχία είναι μόνο ότι μπορεί να μετρηθεί. Και φυσικά είμαστε καλοί άνθρωποι. Απλά πράγματα, απτά. Έχεις δουλειά, έχεις οικογένεια, έχεις κοινωνική υπόσταση, μεγ

Richard Bach (Ρίτσαρντ Ντέιβιντ Μπαχ) - Ο γλάρος Ιωνάθαν Λίβινγκστον (Jonathan Livingston Seagull) μέρος 2ο

Συνέχεια από:


Μέρος 2ο
Ὥστε λοιπὸν αὐτὸς εἶναι ὁ παράδεισος, σκέφτηκε καὶ χαμογέλασε μὲ τὸν ἑαυτό του. Δὲν ἦταν βέβαια πολὺ εὐλαβικὸ τὸ νὰ μελετᾷς τὸν παράδεισο τὴν ὥρα ἀκριβῶς ποὺ πετᾶς γιὰ νὰ τὸν φτάσεις.
Καθὼς ἐρχόταν ἀπ᾿ τὴ Γῆ, πάνω ἀπ᾿ τὰ σύννεφα καὶ σὲ στενὸ σχηματισμὸ μὲ τοὺς δυὸ λαμπεροὺς γλάρους, εἶδε πὼς καὶ τὸ δικό του σῶμα γινόταν φωτερὸ ὅπως τὸ δικό τους. Εἶναι ἀλήθεια πὼς βρισκόταν ἐκεῖ ὁ ἴδιος νέος Ἰωνάθαν Γλάρος, αὐτὸς ποὺ εἶχε πάντα ζήσει πίσω ἀπ᾿ τὰ χρυσαφένια μάτια του· ἡ ἐξωτερική του ὅμως ὄψη εἶχε ἀλλάξει.
Τὸ ἔνιωθε σὰ σῶμα γλάρου, ἀλλὰ πετοῦσε κιόλας πολὺ καλύτερα ἀπ᾿ ὅσο εἶχε ποτὲ πετάξει τὸ παλιό του σῶμα. Γιὰ φαντάσου, σκέφτηκε, μὲ τὴ μισὴ προσπάθεια, θὰ πετύχω διπλάσια ταχύτητα, θὰ διπλασιάσω τὴν ἐπίδοση τῆς καλύτερής μου μέρας στὴ γῆ.
Τὰ φτερά του λαμπύριζαν τώρα μὲ μιὰ φωτεινὴ λευκότητα, καὶ οἱ φτεροῦγες του ἦταν λεῖες καὶ τέλειες λὲς κι ἦταν φύλλα γυαλισμένο ἀσῆμι. Ἄρχισε, ὅλος χαρά, νὰ τὰ γνωρίζει, νὰ βάζει δύναμη στὰ καινούργια του φτερά.
Πετώντας διακόσια πενῆντα μίλια τὴν ὥρα ἔνιωσε πὼς πλησίαζε τὴ μέγιστη ταχύτητα πτήσης σὲ σταθερὸ ὕψος. Στὰ διακόσια ἑβδομῆντα τρία, νόμισε πὼς πετοῦσε ὅσο πιὸ γρήγορα μποροῦσε κι᾿ ἔνιωσε μιὰ λαφριὰ ἀπογοήτευση. Ὑπῆρχε κάποιο ὅριο στὸ τί μποροῦσε τὸ καινούργιο σῶμα, καὶ μολονότι ἦταν πολὺ ἀνώτερο ἀπ᾿ τὴν παλιά του ἐπίδοση πτήσης σταθεροῦ ὕψους, ἦταν καὶ πάλι ἕνα ὅριο, ποὺ θὰ χρειαζόταν μεγάλη προσπάθεια γιὰ νὰ τὸ ξεπεράσει. Στὸν παράδεισο, σκέφτηκε, δὲν ἔπρεπε νὰ ὑπάρχουν ὅρια.
Τὰ σύννεφα ξάνοιξαν, οἱ συνοδοί του φώναξαν, «Χαρούμενες προσγειώσεις, Ἰωνάθαν», καὶ χάθηκαν στὸν οὐρανό.
Πετοῦσε πάνω ἀπὸ μιὰ θάλασσα, πρὸς μιὰ δαντελωτὴ ἀκτή. Ἐλάχιστοι γλάροι ἔκαναν ἀσκήσεις μὲ τὰ ἀνοδικὰ ρεύματα στοὺς ἀπότομους βράχους. Πέρα μακριὰ στὰ βορεινά, στὴν ἄκρη τοῦ ὁρίζοντα, πετοῦσαν μερικοὶ ἀκόμα. Καινούργια θεάματα, καινούργιες σκέψεις, καινούργια ἐρωτήματα. Γιατί τόσοι λίγοι γλάροι; Ὁ παράδεισος θὰ ἔπρεπε νὰ μυρμηγκιάζει γλάρους! Καὶ γιατί εἶμαι, ξαφνικά, τόσο κουρασμένος; Ὑποτίθεται πὼς οἱ γλάροι στὸν παράδεισο δὲν κουράζονται καὶ δὲν κοιμοῦνται ποτέ.
Ποῦ τ᾿ ἄκουσε αὐτό; Ἡ ἀνάμνηση τῆς ζωῆς του στὴ Γῆ ἄρχισε νὰ σβήνει. Ἡ Γῆ ἦταν ἕνας τόπος ὅπου ἔμαθε πολλὰ πράγματα, εἶναι ἀλήθεια, ἀλλὰ οἱ λεπτομέρειες ἄρχιζαν νὰ θολώνουν— θυμόταν κάτι γιὰ τὸν ἀγῶνα γιὰ τὸ φαγητό, πὼς ἦταν Ἀπόκληρος.
Δώδεκα γλάροι ἀπ᾿ τὴν ἀκτή ἦρθαν νὰ τὸν συναντήσουν, δίχως κανένας τους ν᾿ ἀρθρώσει λέξη. Ἔνιωσε μόνο πὼς ἦταν εὐπρόσδεκτος καὶ πὼς ἦταν σὰν στὸ σπίτι του. Ἦταν μιὰ μεγάλη μέρα τῆς ζωῆς του, μιὰ μέρα ποὺ τὸ ξημέρωμά της δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ τὸ θυμηθεῖ.
Γύρισε γιὰ νὰ προσγειωθεῖ στὴν παραλία, χτυπώντας τὰ φτερά του γιὰ νὰ σταματήσει λίγα ἑκατοστὰ στὸν ἀέρα, καὶ νὰ σταθεῖ ὕστερα ἁπαλὰ στὴν ἄμμο. Προσγειώθηκαν κι᾿ οἱ ἄλλοι γλάροι, ἀλλ᾿ οὔτε ἕνας τους δὲν φτερούγισε οὔτε τόσο δά. Πετιόντουσαν στὸν ἄνεμο, μὲ ὀρθάνοιχτές τὶς λαμπρὲς φτεροῦγες τους, κι᾿ ὕστερα μὲ κάποιο τρόπο ἄλλαζαν τὴν κλίση τῶν φτερῶν τους, ὥσπου νὰ σταματήσουν τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ τὰ πόδια τους ἄγγιζαν τὴ γῆ. Ἦταν μιὰ κίνηση μὲ θαυμάσιο ἔλεγχο, ὅμως ὁ Ἰωνάθαν ἦταν τώρα πολὺ κουρασμένος γιὰ νὰ τὴ δοκιμάσει. Ὄρθιος ἐκεῖ στὴν παραλία, πάντα δίχως νὰ λεχθεῖ τὸ παραμικρό, ἀποκοιμήθηκε.
Τὶς μέρες ποὺ ἀκολούθησαν, ὁ Ἰωνάθαν ἀντιλήφθηκε πὼς σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο μποροῦσε νὰ μάθει γιὰ τὸ πέταγμα τόσα, ὅσα εἶχε μάθει στὴν περασμένη τοῦ ζωή. Ἀλλὰ μὲ μιὰ διαφορά. Ὑπῆρχαν ἐδῶ γλάροι ποὺ σκέφτονταν ὅπως ἐκεῖνος. Γιὰ τὸν καθένα τους, τὸ πιὸ σημαντικὸ πρᾶγμα ἦταν νὰ προοδεύσουν καὶ νὰ φτάσουν τὴν τελειότητα σ᾿ ὅ,τι ἀγάπησαν περισσότερο στὴ ζωή, κι᾿ αὐτὸ ἦταν τὸ πέταγμα. Ἦταν ὑπέροχα πουλιὰ ὅλα τους, καὶ πραγματοποιοῦσαν τὶς ἀσκήσεις τους ὧρες ὁλόκληρες καθημερινά, δοκιμάζοντας τὴν πιὸ τολμηρὴ ἀεροναυτική.
Γιὰ πολὺ καιρό, ὁ Ἰωνάθαν ξέχασε τὸν κόσμο ἀπ᾿ ὅπου εἶχε ἔρθει, τὸν τόπο ἐκεῖνο ὅπου οἱ γλάροι στὸ Σμῆνος ζοῦσαν μὲ τὰ μάτια κλειστὰ μπροστὰ στὴ χαρὰ τῆς πτήσης, χρησιμοποιώντας τὰ φτερά τους μόνο σὰ μέσα με σκοπὸ νὰ βρίσκουν τροφὴ καὶ νὰ τσακώνωνται ποιὸς θὰ τὴν ἁρπάξει. Ὅμως ποῦ καὶ ποῦ, γιὰ μιὰ στιγμὴ μόλις, θυμόταν.
Τὸ θυμήθηκε μιὰ φορὰ ποὺ εἶχε βγεῖ μὲ τὸν ἐκπαιδευτή του, καθὼς ξαπόσταιναν στὴν παραλία ὑστερ᾿ ἀπὸ μιὰ σειρὰ περιστροφὲς μὲ διπλωμένα τὰ φτερά.
«Ποῦ εἶναι ὅλος ὁ κόσμος, Σάλλιβαν;» ρώτησε σιωπηλά, ἀπόλυτα ἐξοικειωμένος τώρα μὲ τὴν ἁπλὴ τηλεπάθεια ποὺ χρησιμοποιοῦσαν αὐτοὶ οἱ γλάροι ἀντὶ γιὰ στριγγλιὲς καὶ ρεκάσματα. «Γιατί δὲν εἴμαστε περισσότεροι ἐδῶ; Ἐκεῖ ἀπ᾿ ὅπου ᾖρθα ὑπῆρχαν...».
...«Χιλιάδες, πολλὲς χιλιάδες γλάροι. Τὸ ξέρω». Ὁ Σάλλιβαν κούνησε τὸ κεφάλι του. «Ἡ μόνη ἀπάντηση ποὺ βρίσκω, Ἰωνάθαν, εἶναι πὼς εἶσαι στ᾿ ἀλήθεια ἀπ᾿ τὰ πουλιὰ ποὺ ξεχωρίζουν, ἕνα στὸ ἑκατομμύριο. Οἱ περισσότεροι ἐρχόμαστε ἐδῶ πάρα πολὺ ἀργά. Περάσαμε ἀπὸ ἕναν κόσμο σὲ ἄλλο ποὺ ἦταν σχεδὸν ἀπαράλλαχτος, ξεχνώντας ἀμέσως ἀπὸ ποῦ εἴχαμε ἔρθει, δίχως νὰ νοιαζόμαστε γιὰ ποῦ πηγαίναμε, ζώντας στιγμὴ τὴ στιγμή. Φαντάστηκες ποτὲ πόσες ζωὲς πρέπει νὰ περάσαμε πρὶν κἂν νὰ διαβλέψουμε πρώτη φορὰ τὴ σκέψη πὼς ἡ ζωὴ προσφέρει πολλὰ περισσότερα ἀπ᾿ τὸ φαγητό, τοὺς τσακωμοὺς ἢ τὴ δύναμη στὸ Σμῆνος; Χίλιες ζωές, Ἴων, δέκα χιλιάδες ζωές! Κι᾿ ὕστερα ἄλλες ἑκατὸ ζωὲς ὥσπου ν᾿ ἀρχίσουμε νὰ μαθαίνουμε πὼς ὑπάρχει κάτι ποὺ λέγεται τελειότητα, κι᾿ ἄλλα ἑκατὸ χρόνια γιὰ νὰ καταλάβουμε πὼς σκοπὸς στὴ ζωή μας εἶναι ν᾿ ἀνακαλύψουμε αὐτὴ τὴν τελειότητα καὶ νὰ τὴν ἀναδείξουμε. Ὁ ἴδιος κανόνας ἰσχύει, φυσικά, καὶ γιὰ μᾶς τώρα: διαλέγουμε τὸν ἑπόμενό μας κόσμο μέσα ἀπὸ τὰ ὅσα μαθαίνουμε σὲ τοῦτον. Ἂν δὲ μάθεις κάτι, τότε ὁ ἑπόμενος θὰ εἶναι ὅμοιος μὲ τοῦτον, μὲ τοὺς ἴδιους φραγμοὺς καὶ τὰ ἴδια ἀσήκωτα βάρη ποὺ θὰ πρέπει νὰ ξεπεράσεις».
Ἅπλωσε τὰ φτερά του καὶ στράφηκε ἀπέναντι στὸν ἄνεμο. «Ἐσὺ ὅμως, Ἴων», εἶπε, «ἔμαθες τόσα πολλὰ μονομιᾶς, ὥστε δὲ χρειάστηκε νὰ περάσεις χίλιες ζωὲς γιὰ νὰ φτάσεις σὲ τούτη».
Σὲ μιὰ στιγμὴ βρέθηκαν πάλι σὲ πτήση, στὶς ἀσκήσεις τους. Οἱ περιστροφὲς σὲ σχηματισμὸ ἦταν δύσκολες, γιατί στὸ ἀντίστροφο μισὸ ὁ Ἰωνάθαν ἔπρεπε νὰ σκέφτεται ἀνάποδα, ἀντιστρέφοντας τὴν κλίση τῶν φτερῶν του σὲ ἀπόλυτα ἁρμονικὴ ἀκρίβεια μὲ τὸν ἐκπαιδευτή του.
«Ἄλλη μιὰ δοκιμή» εἶπε ὁ Σάλλιβαν ξανὰ καὶ ξανά: «Ἄλλη μιὰ δοκιμή». Καὶ τελικὰ «Αὐτὸ εἶναι». Κι᾿ ἄρχισαν ἐξάσκηση στὶς ἐξωτερικὲς περιστροφές.
Ἕνα βράδυ, οἱ γλάροι ποὺ δὲν εἶχαν βραδυνὴ πτήση στέκονταν μαζὶ στὴν ἄμμο βουτηγμένοι στὶς σκέψεις τους. Ὁ Ἰωνάθαν μάζεψε ὅλο του τὸ θάρρος καὶ περπάτησε κοντὰ στὸ Γέροντα γλάρο πού, καθὼς ἔλεγαν, θὰ ἔφευγε σύντομα ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο. «Τσιάνκ» εἶπε, λίγο νευρικά. Ὁ γερογλάρος τὸν κοίταξε μὲ καλοσύνη. «Ναί, γιέ μου;». Ἀντὶ τὰ χρόνια νὰ ἔχουν ἐξασθενήσει τὸ Γέροντα, τοῦ εἶχαν προσδώσει δύναμη· μποροῦσε νὰ παραβγεῖ στὸ πέταγμα κάθε γλάρο στὸ Σμῆνος, κι εἶχε μάθει τεχνικὲς ποὺ οἱ ἄλλοι μόνο σιγά‐σιγὰ τὶς ἀνακάλυπταν.
«Τσιάνκ, ὁ κόσμος τοῦτος δὲν μπορεῖ νά ῾ναι ὁ παράδεισος, ἔτσι δὲν εἶναι;».
Ὁ Γέροντας χαμογέλασε στὸ φεγγαρόφωτο. «Μαθαίνεις πάλι, Ἰωνάθαν Γλάρε», εἶπε.
«Μὰ τότε τί συμβαίνει ἀπὸ δῶ καὶ πέρα; Ποῦ πηγαίνουμε; Δὲν ὑπάρχει τόπος ποὺ νά ῾ναι παράδεισος;». «Ὄχι, Ἰωνάθαν, δὲν ὑπάρχει τέτοιος τόπος. Ὁ παράδεισος δὲν εἶναι τόπος καὶ δὲν εἶναι χρόνος. Παράδεισος εἶναι τὸ νὰ εἶσαι τέλειος». Ἔμεινε γιὰ λίγο σιωπηλός. «Εἶσαι πολὺ γρήγορος γλάρος, ἔτσι δὲν εἶναι;».
«Ναί... μ᾿ ἀρέσει ἡ ταχύτητα», εἶπε ὁ Ἰωνάθαν ἔκπληκτος ἀλλὰ καὶ περήφανος ποὺ ὁ Γέροντας τὸ εἶχε προσέξει.
«Θ᾿ ἀρχίσεις νὰ πλησιάζεις τὸν παράδεισο, Ἰωνάθαν, τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ πλησιάσεις τὴν τέλεια ταχύτητα. Κι᾿ αὐτὸ δὲν σημαίνει νὰ πετᾶς χίλια μίλια τὴν ὥρα, ἢ ἕνα ἑκατομμύριο, ἢ νὰ πετᾶς μὲ τὴν ταχύτητα τοῦ φωτός. Γιατί ὁ κάθε ἀριθμὸς εἶναι ἕνα ὅριο καὶ ἡ τελειότητα δὲν ἔχει ὅρια. Ἡ τέλεια ταχύτητα, γιέ μου, εἶναι τὸ νὰ βρίσκεσαι ἐκεῖ».
Δίχως καμμιὰ προειδοποίηση ὁ Τσιὰνκ ἐξαφανίστηκε καὶ ξαναφάνηκε σ᾿ ἕνα κλάσμα τῆς στιγμῆς στὴν ἄκρη τοῦ νεροῦ πενῆντα πόδια πιὸ πέρα. Ὕστερα ἐξαφανίστηκε καὶ πάλι καὶ στάθηκε, στὸ ἴδιο χιλιοστό τοῦ δευτερολέπτου, στὸν ὦμο τοῦ Ἰωνάθαν. «Εἶναι πολὺ διασκεδαστικό», εἶπε.
Ὁ Ἰωνάθαν σάστισε. Ξέχασε νὰ ρωτήσει γιὰ τὸν παράδεισο. «Πῶς τὸ καταφέρνεις αὐτό; Πῶς νιώθεις; Πόσο μακριὰ μπορεῖς νὰ πᾶς;».
«Μπορεῖς νὰ πᾶς σ᾿ ὅποιο τόπο καὶ σ᾿ ὅποιο χρόνο θέλεις», εἶπε ὁ Γέροντας. «Ἐγὼ πῆγα σ᾿ ὅποιο τόπο καὶ σ᾿ ὅποιο χρόνο μπόρεσα νὰ σκεφτῶ». Κοίταξε πέρα στὴ θάλασσα. «Εἶναι παράξενο. Οἱ γλάροι ποὺ περιφρονοῦν τὴν τελειότητα γιὰ χάρη τοῦ ταξιδιοῦ πηγαίνουν... πουθενά, μὲ καθυστέρηση. Ὅσοι ἐγκαταλείπουν τὰ ταξίδια γιὰ χάρη τῆς τελειότητας πηγαίνουν παντοῦ, στὴ στιγμή. Θυμήσου, Ἰωνάθαν, ὁ παράδεισος δὲν εἶναι ἕνας τόπος ἢ ἕνας χρόνος, γιατί ὁ τόπος καὶ ὁ χρόνος εἶναι πράγματα δίχως κανένα νόημα. Ὁ παράδεισος εἶναι...».
«Μπορεῖς νὰ μοῦ μάθεις νὰ πετάω ἔτσι;», Ὁ Ἰωνάθαν Γλάρος ριγοῦσε μὲ τὴ σκέψη πὼς θὰ κατακτοῦσε ἕνα καινούργιο ἄγνωστο.
«Φυσικά, ἂν θέλεις νὰ μάθεις».
«Θέλω. Πότε μποροῦμε ν᾿ ἀρχίσουμε;».
«Θὰ μπορούσαμε ν᾿ ἀρχίσουμε τώρα, ἂν θέλεις».
«Θέλω νὰ μάθω νὰ πετάω ἔτσι», εἶπε ὁ Ἰωνάθαν, κι᾿ ἕνα παράξενο φῶς γυάλισε στὰ μάτια του. «Πές μου τί νὰ κάνω».
Ὁ Τσιὰνκ μίλησε ἀργὰ καὶ παρακολουθοῦσε τὸν νεώτερο γλάρο μὲ ἔντονη προσήλωση. «Γιὰ νὰ πετάξεις μὲ τὴν ταχύτητα τῆς σκέψης, δηλαδὴ ὁπουδήποτε», εἶπε, «πρέπει ν᾿ ἀρχίσεις γνωρίζοντας πὼς ἔχεις κιόλας φτάσει...».
Τὸ κόλπο, σύμφωνά με τὸν Τσιάνκ, ἦταν νὰ πάψει ὁ Ἰωνάθαν νὰ βλέπει τὸν ἑαυτό του φυλακισμένο σ᾿ ἕνα περιορισμένο σῶμα μὲ ἄνοιγμα φτερῶν ἕνα μέτρο καὶ ἐπίδοση ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ προγραμματιστεῖ σὲ διάγραμμα. Τὸ κόλπο ἦταν νὰ ξέρει πὼς ἡ πραγματική του φύση ζοῦσε, μὲ τὴν τελειότητα ἑνὸς ἄγραφου ἀριθμοῦ, παντοῦ καὶ ταυτόχρονα, πέρ᾿ ἀπ᾿ τὸ χῶρο καὶ τὸ χρόνο.
Ὁ Ἰωνάθαν δούλευε ἐντατικά, σκληρά, κάθε μέρα, ἀρχίζοντας πρὶν ἀκόμα βγεῖ ὁ ἥλιος καὶ τελειώνοντας μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Καὶ παρ᾿ ὅλες τὶς προσπάθειές του δὲ μετακινήθηκε οὔτε ἕνα φτερὸ μακριὰ ἀπὸ τὴ θέση του.
«Ξέχνα τὴν πίστη!». Ὁ Τσιὰνκ τοῦ τὸ ʹλεγε ξανὰ καὶ ξανά. «Δὲν σοῦ χρειάστηκε πίστη γιὰ νὰ πετάξεις, χρειάστηκε νὰ καταλάβεις τὸ πέταγμα. Τὸ ἴδιο καὶ τώρα... γιὰ ξαναπροσπάθησε...».
Καὶ τότε μιὰ μέρα ὁ Ἰωνάθαν, καθὼς στεκόταν στὴν ἀκτή, μὲ κλειστὰ τὰ μάτια, συγκεντρωμένος, ἀντιλήφθηκε ἀστραπιαῖα γιὰ τί πρᾶγμα τοῦ μιλοῦσε ὁ Τσιάνκ. «Μά, εἶναι ἀλήθεια! Εἶμαι ἕνας τέλειος, ἀπεριόριστος γλάρος!». Ἔνιωσε ἕνα μεγάλο ξάφνιασμα χαρᾶς.
«Αὐτὸ εἶναι!», εἶπε ὁ Τσιάνκ, καὶ ἡ φωνή του σήμαινε νίκη.
Ὁ Ἰωνάθαν ἄνοιξε τὰ μάτια του. Στεκόταν μόνος με τὸ Γέροντα σὲ μιὰ ὁλότελα διαφορετικὴ ἀκτή ‐ μὲ δέντρα ὡς κάτω στὴν ἄκρη τῆς θάλασσας καὶ δυὸ κίτρινους ἥλιους νὰ τριγυρίζουν πάνω ἀπ᾿ τὸ κεφάλι του.
«Ἐπιτέλους, τὸ βρῆκες», εἶπε ὁ Τσιάνκ, «ὁ χειρισμὸς ὅμως πρέπει ἀκόμα νὰ δουλευτεῖ λίγο...».
Ὁ Ἰωνάθαν τὰ ῾χε χαμένα. «Ποῦ βρισκόμαστε;».
Ὁ Γέροντας δὲν εἶχε ἐντυπωσιαστεῖ ἀπ᾿ τὸ παράξενο περιβάλλον καὶ δὲν ἔδωσε σημασία στὴν ἐρώτηση. «Βρισκόμαστε σὲ κάποιο πλανήτη —εἶναι φῶς φανάρι — ποὺ ἔχει πράσινο οὐρανὸ κι ἕνὰ διπλὸ ἀστέρι γιὰ ἥλιο».
Ὁ Ἰωνάθαν ἔβγαλε μιὰ κραυγὴ χαρᾶς, κι᾿ ἦταν ἡ πρώτη του φωνὴ ἀπὸ τότε ποὺ εἶχε ἀφήσει τὴ Γῆ.
«ΓΙΝΕΤΑΙ!»
«Μὰ φυσικά, γίνεται, Ἴων», εἶπε ὁ Τσιάνκ. «Πὰντα γίνεται ὅταν ξέρεις τί κάνεις. Ἂς δοῦμε τώρα τὸ χειρισμό...».
Ὅταν ἐπέστρεψαν, ἦταν πιὰ νύχτα. Οἱ ἄλλοι γλάροι κοίταζαν τὸν Ἰωνάθαν μὲ σεβασμὸ στὰ χρυσαφένια μάτια τους, γιατί τὸν εἶχαν δεῖ νὰ ἐξαφανίζεται ἀπ᾿ τὸ σημεῖο ὅπου ἦταν ριζωμένος τόσην ὥρα.
Δὲν ἄντεξε τὰ συγχαρητήριά τους οὔτε λεπτό. «Ἐγὼ εἶμαι νεοφερμένος ἐδῶ! Τώρα μόλις ἀρχίζω! Ἐγὼ ἔχω νὰ μάθω ἀπὸ σᾶς!».
«Ἔχω κάποιες ἀμφιβολίες γι᾿ αὐτό, Ἴων», εἶπε ὁ Σάλλιβαν, ποὺ στεκόταν πλάι. «Νιώθεις λιγότερο φόβο νὰ μάθεις ἀπ᾿ ὅσους γλάρους εἶδα τὰ τελευταῖα δέκα χιλιάδες χρόνια». Τὸ Σμῆνος ἔμεινε σιωπηλό, καὶ ὁ Ἰωνάθαν κουνήθηκε στὴ θέση του ἀμήχανα. «Μποροῦμε ν᾿ ἀρχίσουμε δουλειὰ μὲ τὸ χρόνο, ἂν θέλεις», εἶπε ὁ Τσιάνκ, «ὥσπου νὰ μπορέσεις νὰ πετάξεις στὸ παρελθὸν καὶ στὸ μέλλον. Καὶ τότε θὰ ʹσαι ἕτοιμος ν᾿ ἀρχίσεις τὸ πιὸ δύσκολο, τὸ πιὸ δυνατό, τὸ πιὸ διασκεδαστικὸ ἀπ᾿ ὅλα. Θὰ ʹσαι ἕτοιμος ν᾿ ἀρχίσεις νὰ πετᾶς ψηλὰ καὶ νὰ ξέρεις τὸ νόημα τῆς καλοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης».
Πέρασε ἕνας μῆνας, ἢ κάτι ποὺ φάνηκε περίπου σὰ μῆνας, κι᾿ ὁ Ἰωνάθαν ἔμαθε μὲ τρομαχτικὸ ρυθμό. Πάντα μάθαινε γρήγορα ἀπ᾿ τὴν καθημερινὴ ἐμπειρία, καὶ τώρα ὄντας ὁ ξεχωριστὸς μαθητὴς τοῦ ἴδιου τοῦ Γέροντα, ἀφομοίωνε καινούργιες ἰδέες λὲς κι ἦταν ἕνας ἀεροδυναμικὸς φτερωτὸς ὑπολογιστής. Μὰ τότε ᾖρθε ἡ μέρα ποὺ ἐξαφανίστηκε ὁ Τσιάνκ. Μιλοῦσε ἥσυχα μὲ ὅλους, προτρέποντας τοὺς γλάρους νὰ μὴν πάψουν ποτὲ νὰ μαθαίνουν καὶ νὰ ἐξασκοῦνται καὶ νὰ πασχίζουν νὰ καταλάβουν περισσότερα πράγματα γιὰ τὴν τέλεια ἀόρατη ἀρχὴ ὅλης τῆς ζωῆς. Καὶ τότε, καθὼς μιλοῦσε, τὰ φτερά του ἔγιναν ὅλο καὶ πιὸ φωτερὰ καὶ τελικὰ ἔγιναν τόσο λαμπερὰ ποὺ κανένας γλάρος δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ τὸν κοιτάξει.
«Ἰωνάθαν» εἶπε, κι᾿ αὐτὰ ἦταν τὰ τελευταῖα του λόγια «μὴ πάψεις νὰ δουλεύεις πάνω στὴν ἀγάπη».
Ὅταν μπόρεσαν νὰ ξανακοιτάξουν, ὁ Τσιὰνκ εἶχε χαθεῖ.
Καθὼς οἱ μέρες περνοῦσαν, ὁ Ἰωνάθαν πρόσεξε πὼς συχνὰ ἡ σκέψη του πήγαινε πίσω στὴ Γῆ ἀπ᾿ ὅπου εἶχε ἔρθει. Ἂν γνώριζε ὅταν βρισκόταν ἐκεῖ ἕνα δέκατο μόλις, ἕνα ἑκατοστὸ ἔστω, ἀπ᾿ ὅσα γνώριζε ἐδῶ, πόσο περισσότερο νόημα θά ῾χε ἡ ζωή. Στάθηκε στὴν ἄμμο κι᾿ ἄρχισε ν᾿ ἀναρωτιέται μήπως ὑπῆρχε κανένας γλάρος ἐκεῖ κάτω ποὺ ἴσως ἀγωνιζόταν νὰ ξεφύγει ἀπ᾿ τοὺς φραγμούς, νὰ δεῖ τὸ νόημα τῆς πτήσης πέρα ἀπ᾿ τὸν ἁπλὸ τρόπο μετακίνησης γιὰ νὰ βουτήξει ἕνα ξεροκόμματο ἀπὸ μιὰ βάρκα μὲ κουπιά. Ἴσως μάλιστα νὰ ὑπῆρχε κάποιος ποὺ θὰ τὸν εἶχαν κηρύξει Ἀπόβλητο, ἂν εἶχε πεῖ κατάμουτρα στὸ Σμῆνος τὴν ἀλήθεια. Κι᾿ ὅσο ὁ Ἰωνάθαν συνέχιζε νὰ ἀσκεῖται στὰ μαθήματά του καλοσύνης, κι᾿ ὅσο δούλευε γιὰ νὰ μάθει τὴν φύση τῆς ἀγάπης, ὅλο καὶ περισσότερο ἤθελε νὰ γυρίσει πίσω στὴ Γῆ. Γιατί, παρ᾿ ὅλο τὸ μοναχικό του παρελθόν, ὁ Ἰωνάθαν Γλάρος ἦταν γεννημένος νὰ γίνει ἐκπαιδευτής, κι᾿ ὁ δικός του τρόπος νὰ δείξει τὴν ἀγάπη ἦταν νὰ δίνει κάτι ἀπ᾿ τὴν ἀλήθεια ποὺ εἶχε ἀνακαλύψει σ᾿ ἕνα γλάρο ποὺ ἀναζητοῦσε μόνο νὰ τοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία νὰ δεῖ μόνος του τὴν ἀλήθεια.
Ὁ Σάλλιβαν, μὲ πεῖρα τώρα σὲ πτήσεις μὲ ταχύτητα σκέψης καὶ ποὺ βοηθοῦσε τοὺς ἄλλους νὰ μάθουν, παρέμεινε σκεφτικός.
«Ἴων, ἤσουν Ἀπόβλητος μιὰ φορά. Γιατί πιστεύεις πὼς ἕνας ἀπ᾿ τοὺς γλάρους τοῦ καιροῦ σου θὰ σ᾿ ἀκούσει τώρα; Ξέρεις τὴν παροιμία, κι᾿ εἶναι ἀληθινή: «Βλέπει μακρύτερα κεῖνος ὁ γλάρος ποὺ πετάει ψηλότερα». Οἱ γλάροι ἀπ᾿ ὅπου ἔρχεσαι στέκονται πάνω στὸ χῶμα, καὶ κρώζουν καὶ τσακώνονται μεταξύ τους. Βρίσκονται χίλια μίλια μακριὰ ἀπ᾿ τὸν παράδεισο — καὶ λὲς πὼς θέλεις νὰ τοὺς δείξης τὸν παράδεισο ἀπὸ κεῖ ποὺ στέκονται! Ἴων, δὲν μποροῦν νὰ δοῦν οὔτε τὶς ἄκρες ἀπ᾿ τὶς φτεροῦγες τους! Μεῖνε ῾δῶ. Βοήθησε τοὺς νέους γλάρους ἐδῶ, αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται ἀρκετὰ ψηλὰ γιὰ νὰ καταλάβουν τί ἔχεις νὰ τοὺς πεῖς». Ἔμεινε γιὰ λίγο σιωπηλός, κι ὑστέρα εἶπε: «Σκέψου ἂν ὁ Τσιὰνκ εἶχε γυρίσει πίσω στοὺς δικούς του παλιοὺς κόσμους! Ποῦ θὰ βρισκόσουν σήμερα;».
Τὸ τελευταῖο ἐπιχείρημα ἦταν τὸ ἀποφασιστικὸ κι ὁ Σάλλιβαν εἶχε δίκιο. Βλέπει μακρύτερα κεῖνος ὁ γλάρος ποὺ πετάει ψηλότερα.
Ὁ Ἰωνάθαν ἔμεινε καὶ δούλεψε μὲ τὰ καινούργια πουλιὰ ποὺ κατέφθασαν, κι᾿ ἦταν ὅλα πολὺ ἔξυπνα μὲ γρήγορη ἀντίληψη στὰ μαθήματά τους. Ὅμως, ἡ παλιὰ αὐτὴ ἔγνοια τοῦ ξανάρθε καὶ δὲν μποροῦσε νὰ μὴ σκέφτεται πὼς ἴσως ὑπῆρχαν ἕνα‐δυὸ γλάροι πίσω στὴ Γῆ ποὺ θὰ μποροῦσαν, κι᾿ αὐτοί, νὰ μάθουν. Πόσα περισσότερα δὲ θὰ ἤξερε τώρα ἂν ὁ Τσιὰνκ εἶχε ἔρθει κοντά του τὴ μέρα ποὺ τὸν κήρυξαν Ἀπόβλητο.
«Σάλλι, πρέπει νὰ γυρίσω πίσω», εἶπε στὸ τέλος. «Οἱ μαθητές σου τὰ καταφέρνουν καλά. Μποροῦν νὰ σὲ βοηθήσουν νὰ προχωρήσεις τοὺς νεοφερμένους».
Ὁ Σάλλιβαν ἀναστέναξε, ἀλλὰ δὲν ἀντιμίλησε. Εἶπε μόνο: «Νομίζω πὼς θὰ μοῦ λείψεις, Ἰωνάθαν».
«Σάλλι, ντροπή!», τοῦ εἶπε ὁ Ἰωνάθαν ἐπιτιμητικά, «μὴν εἶσαι κουτός! Τί προσπαθοῦμε νὰ μάθουμε κάθε μέρα; Ἂν ἡ φιλία μας ἐξαρτᾶται ἀπὸ πράγματα σὰν τὸ χῶρο καὶ τὸ χρόνο, τότε ὅταν τελικὰ ξεπεράσουμε τὸ χῶρο καὶ τὸ χρόνο, θά ῾χουμε κατάστρεψει τὴν ἴδια τὴν ἀδελφοσύνη! Ὅμως ἂν ξεπεράσουμε τὸ χῶρο, δὲ θὰ μᾶς ἀπομένει παρὰ τὸ Ἐδῶ. Ἂν ξεπεράσουμε τὸ χρόνο, δὲ θὰ μᾶς ἀπομένει παρὰ τὸ Τώρα. Καὶ καταμεσῆς στὸ Ἐδῶ, καὶ στὸ Τώρα δὲ νομίζεις πὼς θὰ βλεπόμαστε οἱ δυό μας ποῦ καὶ ποῦ;».
Ὁ Σάλλιβαν Γλάρος γέλασε ἄθελά του. «Τρελὸ πουλί» εἶπε μὲ καλοσύνη. «Ἂν ὑπάρχει κάποιος ποὺ μπορεῖ νὰ δείξει σὲ κάποιον στὴ Γῆ πῶς νὰ βλέπει χίλια μίλια μακριά, αὐτὸς θά ῾ναι ὁ Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος». Κοίταξε τὴν ἄμμο. «Γεια χαρά, φίλε μου, Ἴων».
«Γεια χαρά, Σάλλι, θὰ ξανασυναντηθοῦμε». Καὶ μ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Ἰωνάθαν κράτησε στὴ σκέψη του μιὰ εἰκόνα ἀπὸ τὰ μεγάλα Σμήνη γλάρων στὴν ἀμμουδιὰ μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς, καὶ ἤξερε μὲ ἀσκημένη ἄνεση πὼς δὲν ἦταν φτερὸ καὶ κόκκαλο ἀλλὰ μιὰ τέλεια ἰδέα τῆς λευτεριᾶς καὶ τῆς πτήσης, ποὺ τίποτα δὲν τὴν περιόριζε.
Ὁ Φλέτσερ Λὺντ Γλάρος ἦταν ἀκόμα ἀρκετὰ νέος, ἀλλὰ ἤξερε κιόλας πὼς σὲ κανένα πουλὶ δὲν εἶχε ποτὲ φερθεῖ τόσο σκληρὰ ἕνα Σμῆνος οὔτε μὲ τόση ἀδικία.
«Δὲ μὲ νοιάζει τί λένε», σκέφτηκε μὲ θυμὸ καὶ ἡ ματιά του ἄναψε καθὼς πέταξε πρὸς τοὺς Πέρα Βράχους. «Τὸ πέταγμα κρύβει τόσα ἄλλα πράγματα ἔξω ἀπὸ τὸ φτερούγισμα ἀπὸ τόπο σὲ τόπο! Ἀκόμα κι ἕνα... ἕνα... κουνούπι τὸ καταφέρνει αὐτό! Ἀρκεῖ μιὰ μικρὴ περιστροφὴ γύρω ἀπ᾿ τὸ Γέροντα, γιὰ χάζι, καὶ νά... γίνομαι Ἀπόβλητος! Εἶναι λοιπὸν τυφλοί; Δὲ σκέφτονται τὴ δόξα μας, ὅταν θὰ μάθουμε πραγματικὰ νὰ πετοῦμε;
»Δὲ μὲ νοιάζει τί λένε. Θὰ τοὺς δείξω ἐγὼ τί σημαίνει πέταγμα! Θὰ γίνω πραγματικὰ Ἀπόβλητος, ἂν ἔτσι τοὺς ἀρέσει. Καὶ θὰ τοὺς κάνω νὰ μετανοιώσουν...».
Ἡ φωνὴ μπῆκε μέσα στὸ ἴδιο του τὸ κεφάλι, καὶ μολονότι ἦταν φωνὴ πολὺ ἁπαλή, τὸν ξάφνιασε τόσο, ποὺ ἔχασε τὴν ἰσορροπία του καὶ σκόνταψε στὸν ἀέρα.
«Μὴ γίνεσαι τόσο σκληρὸς μαζί τους, Φλέτσερ Γλάρε. Ὅταν σὲ διώχνουν οἱ ἄλλοι γλάροι κάνουν κακὸ μόνο στὸν ἑαυτό τους, καὶ κάποια μέρα θὰ τὸ καταλάβουν καὶ κάποια μέρα θὰ δοῦν ὅ,τι βλέπεις ἐσύ. Συγχώρα τους καὶ βοήθα τους νὰ καταλάβουν».
Πλάι του, δυὸ ἑκατοστὰ ἀπ᾿ τὴ δεξιὰ ἄκρη τῆς φτερούγας του πετοῦσε ὁ πιὸ λαμπερὸς ἄσπρος γλάρος στὸν κόσμο, γλιστρώντας δίχως κόπο, δίχως νὰ κουνάει ἕνα φτεράκι του, μὲ ταχύτητα ποὺ ἦταν ἡ ἀνώτατη ἐπίδοση τοῦ Φλέτσερ.
Γιὰ μιὰ στιγμὴ ὁ νεαρὸς γλάρος ἔνιωσε τὸ χάος μέσα του.
«Τί συμβαίνει; Μήπως τρελάθηκα; Μήπως πέθανα; Τί ῾ναι αὐτό;».
Χαμηλὴ καὶ γαλήνια, ἡ φωνὴ συνέχισε μέσα στὴ σκέψη του, γυρεύοντας μίαν ἀπάντηση.
«Φλέτσερ Λὺντ Γλάρε. Θέλεις νὰ πετάξεις;».
«ΝΑΙ, ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΕΤΑΞΩ!».
«Φλέτσερ Λὺντ Γλάρε, θέλεις τόσο πολὺ νὰ πετάξεις, ὥστε νὰ συγχωρέσεις τὸ Σμῆνος καὶ νὰ μάθεις, καὶ νὰ γυρίσεις πίσω κάποια μέρα καὶ νὰ δουλέψεις γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσεις νὰ μάθουν;».
Ἦταν ἀδύνατο νὰ πεῖς ψέματα σ᾿ αὐτὸ τὸ ὑπέροχο ἄξιο πλάσμα, ὅσο κι ἂν ὁ Φλέτσερ Λὺντ ἦταν ἕνα πολὺ περήφανο καὶ βαθιὰ πληγωμένο πουλί.
«Θέλω», εἶπε ἀπαλά.
«Τότε Φλέτς», τοῦ εἶπε τὸ λαμπερὸ πλάσμα, κι ἡ φωνὴ ἦταν γεμάτη καλοσύνη, «ἂς ἀρχίσουμε μὲ τὴν πτήση σταθεροῦ ὕψους...».




Richard Bach (Ρίτσαρντ Ντέιβιντ Μπαχ) - Ο γλάρος Ιωνάθαν Λίβινγκστον (Jonathan Livingston Seagull) μέρος 2ο

Εκδόσεις: ΔΙΟΠΤΡΑ

Σχόλια