Πώς μετράμε την ανθρωπιά;

Η ανθρωπιά ορίζεται ως η ιδιότητα αυτού που είναι καλός άνθρωπος, έχει καλοσύνη, διαπνέεται από συμπόνια, υψηλό αίσθημα αλληλεγγύης και νοιάζεται για τον συνάνθρωπό του. (Μπαμπινιώτης, 2012) Είμαι από την Κοζάνη, μια μικρή πόλη της Δυτικής Μακεδονίας. Αν έκανα την ερώτηση αυτή στους συμπολίτες μου πολλοί θα θεωρούσαν ότι φέρουν την ιδιότητα της ανθρωπιάς, μη εξαιρουμένης της γράφουσας. Με λίγη μεροληψία ίσως, θεωρώ ότι το ίδιο θα απαντούσε το σύνολο των Ελλήνων και στην εποχή της παγκοσμιοποίησης που βιώνουμε, μάλλον όλο το ανθρώπινο είδος στα πέρατα αυτού του μικρού πλανήτη. Δεν μπορώ να μιλήσω για τους άλλους συνανθρώπους μου, αλλά εμείς στην Κοζάνη έχουμε μεγαλώσει με μια λαϊκή απλότητα. Η συνταγή είναι εύκολη και   συνίσταται στα εξής:   ότι δεν φαίνεται κακό δεν είναι, υπάρχει μια δικαιολογία για τα πάντα και ευτυχία είναι μόνο ότι μπορεί να μετρηθεί. Και φυσικά είμαστε καλοί άνθρωποι. Απλά πράγματα, απτά. Έχεις δουλειά, έχεις οικογένεια, έχεις κοινωνική υπόσ...

Μάρω Βαμβουνάκη – Οι παλιές αγάπες πάνε στον Παράδεισο (απόσπασμα)




 { Έκανε πάρα πολλά μόνη για να καταλήξει στη θανάσιμη άμμο της πλήξης. Μόνος πόσο μακριά να πας; Πόσο να περιπλανηθείς και να  πλανηθείς; Δεν είμαστε εμείς οι δημιουργοί της ψυχής μας. Δεν αρχίζουν και δεν τελειώνουν όλα με αποφάσεις μας. Χρειάζεται τρομερά την ανταπόκριση, την εμπιστοσύνη και την ασφάλεια, όπως παιδί χρειαζόταν τους γονείς της.  Μόνο που η ανταπόκριση η αληθινή έρχεται ύστερα από ερήμους σιωπής, κι η εμπιστοσύνη η αληθινή ύστερα από ερήμους απιστίας, κι η ασφάλεια η αληθινή μετά από ερήμους ανασφάλειας.
Έχει ήδη διανύσει τις δικές της ερήμους;
Έχει κι άλλο δρόμο να κάνει;
     Χρειάζεται να καταλάβει, πως ολόκληρη η ύπαρξή της είναι τσακισμένη αντήχηση ενός άλλου κόσμου. Ιδανικού κόσμου, ασφαλούς και τέλειου σαν τότε που, παιδί, κοιμόταν στο πατρικό σπίτι. Οι νοσταλγίες, οι πόθοι της, η λαχτάρα της, οι πόνοι της, οι εκρηκτικές, παράλογες ελπίδες της, μοιάζουν με νύξεις, με μισοσβησμένα μηνύματα αυτού του άλλου κόσμου που την καλεί και τη σαγηνεύει.
     Στον ορίζοντα της όρασής της ανεβαίνει μια στήλη λευκού καπνού που της υπόσχεται πως κάτι συμβαίνει πέρα απ’ αυτόν τον ορίζοντα.
     Η συντριβή των περασμένων μηνών την μετέτρεψε. Αντί να τη διαλύσει, κάτι έδεσε. Λες κι η φωτιά του πόνου να έλιωσε τα αιχμηρά υλικά της καρδιάς της, να τα μαλάκωσε, να τα έχυσε το ένα στο άλλο και μετά να τα στερέωσε σε ακαθόριστο αλλά ωραίο σχήμα. Έρμα στο τρελό καράβι της ζωής.
Δόξα τω Θεώ, δε σκορπίστηκε, δεν τρελάθηκε, μαζεύτηκε και νιώθει καλά μέσα στη ποίηση του κόσμου που θα την οδηγήσει στον ποιητή.
     Νομίζει πως θα ‘ρθει η μέρα που θα είναι έτοιμη να ερωτευτεί πάλι. Δεν ξέρει πότε, δεν ξέρει ποιόν, όμως, τώρα, που της γκρεμίσθηκε το μόνιμο είδωλο του έρωτά της, τώρα που βρήκε κουράγιο να ξεφύγει από ένα είδωλο γάμου και να εισχωρήσει σε μια θαρραλέα μοναξιά, νομίζει πως θα ‘ρθει η μέρα που θα ερωτευτεί τον έρωτα πάλι. Αισθάνεται ν’ ανοίγει, σιγά-σιγά σαν αχιβάδα, να αχνοφέγγει σαν φίλντισι. Ανοίγει και περιμένει ακόμα και τώρα που το έμαθε, πως ο έρωτας είναι για το άπιαστο, πως ο πόθος είναι προς το ανέφικτο. Πως η παρουσία φωλιάζει σε απουσίες. Ο ωραιότερος εραστής είναι ο αναμενόμενος κι ο γλυκύτερος σύντροφος ο ερχόμενος.
     Όταν, κάποτε, αυτό που πολύ προσδοκάς να συμβεί, συμβαίνει, σ’ αφήνει την αλλόκοτη γεύση του ανικανοποίητου μια και σπάνια συμπίπτει μ’ εκείνο που περίμενες.
     Αργά και πού, κάποιες στιγμές μονάχα, ανεπαίσθητες στιγμές, ανοίγουν οι ουρανοί, γίνονται όλα όπως τα θέλησες ή κι ακόμα καλύτερα απ’ όσο τα θέλησες, ίσα-ίσα για να σε κεντρίσουνε και ν’ αρχίσεις, μετά, ξανά να περιμένεις.
     Σπάνια κανείς το αποδέχεται αυτό γιατί, πώς γίνεται να ερωτεύεται αν δεν πιστεύει στα απίστευτα, αν δεν μπορεί να λέει κάθε φορά, «αυτή τη φορά θα είναι τελείως διαφορετικά τα πράγματα» ή «Εγώ όμως θα τα καταφέρω!».
     Κι εκεί ακριβώς, σ’ αυτήν την, εκ πρώτης όψεως, σχεδόν γελοία αφέλεια, προβάλλει το θαύμα της πίστης και της ελπίδας που, ενώ χτίζει κόσμους από υλικά ονείρου, μπορεί να στεγάσει τον άνθρωπο στερεότερα και ασφαλέστερα απ’ τα υλικά των οικοδομών. }


Μάρω Βαμβουνάκη – Οι παλιές αγάπες πάνε στον Παράδεισο (απόσπασμα)
Εκδόσεις: ΦΙΛΙΠΠΟΤΗΣ ( Αθήνα 2001)
Επιμέλεια Εξωφύλλου: Μάρω Βαμβουνάκη

Σχόλια