Ένα
μήνα σχεδόν πριν τα Χριστούγεννα ο Άντριαν ξεκίνησε για την καθιερωμένη του
βόλτα στους δρόμους της πόλης. Είχε μείνει πιστός σε αυτήν την τελετουργία
σχεδόν για μια εικοσαετία και μάλλον δε σκόπευε να την εγκαταλείψει ποτέ. Ο
σκοπός της βόλτας, πέρα από την ευχαρίστηση που του έδινε ο περίπατος στα
στολισμένα δρομάκια, ήταν να βρει δώρα για τους φίλους του. Απεχθανόταν τις
αγορές της τελευταίας στιγμής. Ένας μήνας ήταν ακριβώς όσος καιρός χρειαζόταν
κάποιος για μια έξυπνη και σοφή επιλογή δώρου. Έμπαινε σε κάποιο κατάστημα,
διάλεγε ένα δώρο, ζητούσε από τον υπάλληλο να μην το τυλίξει, έπειτα πήγαινε
στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς του, αγόραζε χαρτί περιτυλίγματος και γυρνούσε
στο σπίτι. Άφηνε τα δώρα στο τραπέζι του σαλονιού και τα κοιτούσε κάθε μέρα, τουλάχιστον
μια φορά. Προσπαθούσε να διαπιστώσει αν όντως κάθε δώρο που είχε επιλέξει
ταίριαζε στο άτομο για το οποίο το προόριζε. Ήταν μια κουραστική, εσωτερική και
διανοητική εργασία. Εκείνο το διάστημα προσπαθούσε να μπει στην ψυχή των φίλων
του, να θυμηθεί όλες τις μικρές στιγμές, τις λέξεις, τα χαμόγελα, τα νεύματα,
τις μελωδίες που τύλιγαν την ύπαρξή τους. Αν μετά από επίπονη σκέψη, και
περίπου όταν ένας μήνας από την αγορά κόντευε να εκπνεύσει, αποφάσιζε πως είχε
κάνει τη σωστή επιλογή έγραφε μια αφιέρωση σε μια μικρή καρτούλα, τύλιγε το
δώρο και έπειτα το έδινε στο φίλο ή στη φίλη του τις μέρες των Χριστουγέννων.
Αν η ετυμηγορία ήταν αρνητική κρατούσε το δώρο και προσπαθούσε να αποφύγει κάθε
συνάντηση με το οικείο πρόσωπο μέσα στις γιορτές. Πίστευε πως αν κάνεις λάθος
αγορά δώρου για ένα πρόσωπο το οποίο θεωρείς κοντινό σου, τότε μάλλον δεν το
γνωρίζεις τόσο καλά όσο νομίζεις. Έτσι ο Άντριαν χρειαζόταν τουλάχιστον άλλο
ένα χρόνο για γνωρίσει καλύτερα την προσωπικότητα του υποψήφιου αποδέκτη του
δώρου και να σιγουρέψει την επιτυχία της αγοράς για την επόμενη χρονιά.
Ήταν
μια χειμωνιάτικη μέρα και ένα ψυχρό αεράκι τον έκανε να τυλιχτεί σφιχτά στο
βαρύ παλτό του καθώς περπατούσε στα δρομάκια της πόλης. Τα γκρίζα σύννεφα στον
ουρανό ίσως έφερναν μερικές σταγόνες βροχής. Δεν τον ενοχλούσε πολύ, άλλωστε η
βροχή ήταν απαραίτητο συστατικό του χειμώνα αν ο τελευταίος ήθελε να είναι
περήφανος για το όνομά του. Η πόλη έδειχνε σιωπηλή παρότι ήταν Σάββατο και
ελάχιστοι άνθρωποι ενοχλούσαν τη γαλήνη της με την παρουσία τους. Κάποιοι
έβγαιναν από τα μαγαζιά χαμογελαστοί, κάποιοι περπατούσαν βιαστικά χαμένοι στις
σκέψεις τους, μερικοί ζητιάνοι άπλωναν το χέρι εκλιπαρώντας για μερικά ψιλά,
κάποιες μικρές μπάντες μουσικών έπαιζαν μερικούς γνώριμους σκοπούς, αλλά τίποτα
από αυτά δεν ήταν αρκετό για να χαλάσει την ηρεμία του πρωινού. Ήταν μια από
εκείνες της μέρες που σε έκαναν να νιώθεις πως και η ίδια η πόλη είχε ανάγκη να
ξαποστάσει λίγο από όλες εκείνες τις ανθρώπινες ιστορίες, φωτεινές και
σκοτεινές, που λάμβαναν χώρα στη στοργική μα και αμείλικτη αγκαλιά της.
Λίγο
πριν απογοητευτεί από την πραμάτεια των περισσότερων μαγαζιών τα οποία
επισκέφτηκε, τα βήματά του τον οδήγησαν σε ένα μικρό στενό δρομάκι κοντά στην
κεντρική πλατεία. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε αν υπήρχε λόγος να ασχοληθεί καθώς
κανείς δε θα ήταν τόσο τρελός ώστε να διατηρεί οποιοδήποτε κατάστημα σε ένα
μέρος που έδειχνε ξεχασμένο απ’ το χρόνο. Η ανάγκη του για εξερεύνηση όμως
αποδείχτηκε ισχυρότερη από την ωφελιμιστική ορθολογικότητα που τον καλούσε να
μη σπαταλήσει άδικα τον χρόνο του.
Το
πρώτο πράγμα που του έκανε εντύπωση ήταν πως η οδός δεν είχε κανένα όνομα.
Καθώς άρχισε να προχωράει ένιωσε, σε κάθε του βήμα, τον αέρα να γίνεται ακόμα
πιο ψυχρός και το φως να λιγοστεύει. Παρόλο το κρύο ένιωσε μια γλυκιά αίσθηση
θαλπωρής και ζεστασιάς. Είχε καιρό να νιώσει έτσι και καλωσόρισε το συναίσθημα.
Όταν έφτασε στα μισά του δρόμου συνάντησε έναν άντρα ντυμένο με μια σκονισμένη
καφετιά καμπαρντίνα. Είχε γκρίζα μαλλιά και γένια, φορούσε τραγιάσκα και
κάπνιζε πίπα. Ο Άντριαν ένιωσε πως ο
άντρας ήταν ζητιάνος. «Έδωσα» του είπε καθώς πέρασε αδιάφορα δίπλα του. Ο
άντρας έγνεψε καταφατικά καθώς άφηνε μικρά κύματα καπνού να βγαίνουν νωχελικά
από τα χείλη του.
Λίγο
πριν εγκαταλείψει απογοητευμένος την αναζήτηση, είδε μια μικρή ξύλινη πορτούλα.
Ήταν τόσο κοντή που ο Άντριαν χρειάστηκε να σκύψει. Όταν πέρασε το κατώφλι
βρέθηκε σε ένα σχετικά μικρό δωμάτιο γεμάτο ραφιέρες και τραπεζάκια. Πάνω τους
βρίσκονταν μικροαντικείμενα κάθε είδους –ταμπακιέρες, μουσικά κουτιά, αναπτήρες,
διακοσμητικά δωματίου, ξύλινα ρολόγια και ότι άλλο μπορείς να φανταστείς. Το
κοινό τους χαρακτηριστικό ήταν πως όλα ήταν αρκετά παλαιομοδίτικα –όπως και το
ίδιο το κατάστημα στο οποίο κυριαρχούσε η μυρωδιά του παλιού ξύλου και της
σκόνης. Πήγε να αγγίζει μια πορσελάνινη τσαγιέρα μα κατά λάθος έριξε κάτω ένα
μικρό κουταλάκι που βρισκόταν στο πλάι της. Ο ήχος που ακούστηκε τη στιγμή που
το μέταλλο έπεσε στο μαρμάρινο πάτωμα αντήχησε στο χώρο σαν κραυγή. Ο Άντριαν
άκουσε μια πόρτα να ανοίγει και οι σκουριασμένοι μεντεσέδες έτριξαν κάνοντάς
τον να ανατριχιάσει.
«Ποιος
είναι εκεί;» φώναξε μια τραχιά φωνή.
«Ένας
πελάτης…» απάντησε ο Άντριαν με απορία.
«Ένας
πελάτης!» αποκρίθηκε η φωνή.
Ο
Άντριαν κατανοούσε πλήρως την έκπληξη. Δεν θα ήταν περίεργο αν μάθαινε πως ήταν
ο πρώτος πελάτης που πέρασε την ξύλινη πόρτα την τελευταία δεκαετία.
Πίσω
από μια βιβλιοθήκη με παλιά κιτρινισμένα βιβλία εμφανίστηκε ένας κοντός
γεράκος. Είχε γκρίζα μακριά γένια, φορούσε ένα ξεφτισμένο κόκκινο πουκάμισο με
τιράντες και γυαλιά μυωπίας. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν σκληρά και
αυστηρά.
«Και
τι θα ήθελε ο κύριος πελάτης μια τόσο καθυστερημένη ώρα;» είπε ενώ κοιτούσε
διερευνητικά τον εισβολέα.
Καθώς
σκεφτόταν αν θα έπρεπε να περπατήσει προς την έξοδο μιας και δεν ένιωθε καθόλου
άνετα πλέον, ο Άντριαν απάντησε μηχανικά «ένα δώρο…».
«Ένα
δώρο! Μα τότε έχεις έρθει στο κατάλληλο μέρος. Δώρα φτιάχνουμε και δώρα
πουλάμε! Και όχι κάθε είδους δώρα κύριε! Τα καλύτερα δώρα από τα καλύτερα
υλικά! Ρίξε μια ματιά τριγύρω! Αλλά να ξέρεις…» και εδώ ο τόνος της φωνής του
έγινε βλοσυρός «πως μπορεί να νομίζεις πως διάλεξες. Αλλά στην ουσία, τα δώρα
διαλέγουν εσένα. Αυτά ξέρουν». Έκλεισε το μάτι στον Άντριαν και κάθισε σε μια
μικρή πολυθρόνα. Ο Άντριαν άρχισε να ταξιδεύει με το βλέμμα του στα σκονισμένα
ράφια. Η λέξη «ντεμοντέ» καρφωνόταν κυριολεκτικά στο μυαλό του καθώς κοιτούσε
για άλλη μια φορά τα περίεργα, νοσταλγικά κειμήλια που βρίσκονταν μαζεμένα εκεί
μέσα.
Ξαφνικά
τα μάτια του καρφώθηκαν σε ένα μικρό αντικείμενο που σα μαγνήτης τράβηξε το
ενδιαφέρον του, την προσοχή του, όλο του το είναι. Ήταν μια μικρή πορσελάνινη
μπαλαρίνα, η κατάλευκη απεικόνιση μιας νεραϊδένιας θηλυκής ύπαρξης που
ισορροπούσε με χάρη στην αγκαλιά του ανέμου. Η κίνηση ήταν το κύριο
χαρακτηριστικό του μικρού αγάλματος. Η μπαλαρίνα πατούσε στα δάχτυλα των ποδιών
της, τα οποία είχαν μια απόσταση μεταξύ τους ώστε να της επιτρέπουν να
ισορροπεί, σε μια χορευτική πόζα, το αριστερό της χέρι σχεδόν χάιδευε τον
ουρανό, πάνω απ’ το κεφάλι της, το οποίο είχε μια ελαφριά κλήση προς τα πίσω,
ενώ το δεξί της χέρι ήταν απλωμένο προς το πλάι, σα να προσκαλούσε έναν επίδοξο
χορευτή να το πιάσει και να χορέψει μαζί της. Ένα λιτό πέπλο την τύλιγε, λευκό
όπως και το δέρμα της. Το πέπλο ταξίδευε στην αγκαλιά του ανέμου, λες και η
μπαλαρίνα χόρευε στην καρδιά κάποιου άγριου δάσους ή δίπλα σε μια τρικυμισμένη
θάλασσα.
Το
βλέμμα του Άντριαν έμεινε καρφωμένο στο μικρό αγαλματάκι για πολύ ώρα και
αδυνατούσε να εξηγήσει τα συναισθήματα που αυτό του δημιούργησε. Ήταν
συναισθήματα μυστηρίου και στοργής, αγωνίας και γαλήνης, ένα απρόσμενο πάντρεμα
εύθραυστων νοσταλγικών αποχρώσεων. Ό πωλητής ήρθε δίπλα του. «Όμορφη επιλογή»
ψιθύρισε. «Αυτή η μπαλαρίνα δεν έχει κουνηθεί από αυτό το μέρος από την εποχή
του προπάππου μου. Φαίνεται πως σε διάλεξε. Να την τυλίξω;».
«Όχι…»
είπε ο Άντριαν. «Είναι για μένα. Δώρο για τον εαυτό μου. Δε χρειάζεται
περιτύλιγμα».
Πήρε
τη μπαλαρίνα σε μια απλή σακούλα και έτρεξε προς το σπίτι του. Μετά από μισή
ώρα η μπαλαρίνα ήταν στο τραπεζάκι του σαλονιού
και ο Άντριαν την παρακολουθούσε από τον καναπέ. Η αρχική ενόχληση που
ένιωσε λόγω του ότι πήρε κάτι για τον εαυτό του και όχι για κάποιον φίλο του,
πράγμα που θα τον ξαναέβαζε σε έξοδα, χάθηκε μόλις το βλέμμα του ακολούθησε της
τέλειες πορσελάνινες καμπύλες και το θελκτικό βλέμμα της μπαλαρίνας. Μαγεμένος
την κοιτούσε κάθε μέρα, τουλάχιστον μια φορά. Ποιο ξόρκι τον είχε τυλίξει, ποιό
περίεργο παιχνίδι των αισθήσεων; Ποιος καλλιτέχνης είχε φυσήσει ζωή σε αυτό το
μικρό αντικείμενο και έδειχνε τόσο αληθινό, όμορφο και ονειρικό συνάμα;
Ερωτήματα που ήξερε πως δε μπορούσε να απαντήσει.
Το
βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων έβαλε να πιεί λίγο ζεστό γλυκό κρασί με
καρυκεύματα και αφού έριξε μια ματιά στην μπαλαρίνα έπεσε για ύπνο. Καθώς
τελικά δεν πήρε δώρα για κανέναν άλλον πέρα από τον εαυτό του, αποφάσισε να
περάσει τη νύχτα μόνος του. Η γλυκιά αίσθηση του αλκοόλ έκανε τα βλέφαρά του να
κλείσουν, την ανάσα του να γίνει βαριά και τον κόσμο να χαθεί μέσα στις νιφάδες
χιονιού που έπεφταν απ’ τον ουρανό φέρνοντας το μήνυμα της αγάπης. Κάλαντα,
γκι, μυρωδιές ζεστής κανέλλας και αχνιστού αρωματικού τσαγιού. Ξαφνικά μια
ανεπαίσθητη μελωδία, νότες από ένα γνώριμο μπαλέτο έφτασαν ως τα αφτιά του.
Βηματισμοί απαλοί σα χάδι μεταξιού ακούστηκαν κάπου στο βάθος. Θαύμα. Αν
γίνονται θαύματα, τότε αυτά γίνονται παραμονή Χριστουγέννων. Άνοιξε τα μάτια
του, σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι και περπάτησε ως το σαλόνι.
Και
το θαύμα είχε πραγματοποιηθεί, η ονειροπόληση είχε αποκτήσει σάρκα και οστά.
Χιόνι έπεφτε απ’ τον ουρανό αγνοώντας επιδεικτικά το ταβάνι και όλα τα έπιπλα
ήταν κατάλευκα. Και εκεί, στη μέση του σαλονιού, πάνω στο παγωμένο πάτωμα, η
μπαλαρίνα του χόρευε, ζωντανή, χαμογελαστή, ακόμα πιο όμορφη και παραμυθένια.
Το φόρεμά της ήταν πλέον κόκκινο, το δέρμα της ζωντανό, τα μαλλιά της κόκκινα
σαν την ενδυμασία της, τα μάτια της όμορφα και μυστηριώδη σα να έκρυβαν κάποιο
υπόσχεση που δεν έπρεπε να ειπωθεί. Ο Άντριαν την κοιτούσε γοητευμένος,
αδύναμος, ανίκανος να κάνει την παραμικρή κίνηση, να πει την παραμικρή λέξη, να
σκεφτεί το παραμικρό. Καθώς εκείνη χόρευε ήταν σα να του έλεγε «είμαι δικιά
σου, από εδώ και πέρα και για πάντα, θα είμαι στο πλευρό σου, σαν προσευχή, σαν
ποίημα και σα μυστικό». Νιώθοντας την πρόσκληση κινήθηκε προς το μέρος της.
Ήθελε να την αγκαλιάσει, να τη φιλήσει, να τη νιώσει κοντά του. Τότε εκείνη του
χαμογέλασε. Άκουσε για πρώτη φορά τη φωνή της «είμαι ένα δώρο. Το δικό σου
δώρο. Μα είμαι και ένα όνειρο. Και τα όνειρα για να μείνουν αληθινά, πρέπει να
μην εκπληρώνονται ποτέ. Θα είμαι για πάντα μαζί σου. Αρκεί να μη με αγγίξεις
ποτέ. Αν με αγγίξεις, τι νόημα έχει να με ονειρεύεσαι;». Ο Άντριαν σταμάτησε
για λίγο. Αναρωτήθηκε αν ο λόγος ήταν η γλυκιά μελωδική φωνή της ή το
περιεχόμενο των λεγομένων της. Έπειτα χωρίς άλλη σκέψη την αγνόησε, κινήθηκε
προς το μέρος της, την αγκάλιασε και τη φίλησε. Για ελάχιστα δευτερόλεπτα
ένιωσε το μέλι των χειλιών της, έπειτα εκείνη του ψιθύρισε «μόλις με έχασες»
και αμέσως το όνειρο έσπασε σε χίλια κομμάτια.
Ξύπνησε
από τον απότομο θόρυβο πορσελάνης που σπάει. Έτρεξε στο σαλόνι. Η μπαλαρίνα
είχε πέσει στο πάτωμα. Η ομορφιά της είχε τσακιστεί σε εκατοντάδες μικρά
κομμάτια, αδύνατο να ενωθούν ξανά. Ο Άντριαν ένιωσε ένα κόμπο στο λαιμό του, η
θλίψη τον έπνιγε. Έβαλε τα κομμάτια στη μικρή σακούλα με την οποία είχε
μεταφέρει τη μπαλαρίνα και έφυγε με γοργά βήματα. Έτρεξε μέσα στο χιόνι προς το
σιωπηλό στενάκι, προς το μικρό μαγαζί. Ήταν πρωί Χριστουγέννων, το κρύο
τσουχτερό και το χιόνι συνέχιζε να πέφτει απ’ τον ουρανό. Μετά από αρκετό
τρέξιμο έφτασε στο δρομάκι. Περπάτησε πάνω κάτω. Μια φορά. Άλλη μια. Έπειτα μια
τρίτη φορά. Το μαγαζί δεν ήταν πουθενά. Καμιά ξύλινη πόρτα. Κάθισε στο
πεζοδρόμιο και έβαλε τα κλάματα. Ξαφνικά μύρισε πλούσιο αρωματικό καπνό πίπας.
Είδε δίπλα του τον άντρα με τη σκονισμένη καφετιά καμπαρντίνα, εκείνο το
ζητιάνο που είχε συναντήσει την προηγούμενη φορά.
«Που
είναι το μαγαζί;» τον ρώτησε.
«Μαγαζί;»
αποκρίθηκε εκείνος.
«Το
παλαιοπωλείο με τα δώρα…».
«Α,
μα φυσικά» είπε ο ζητιάνος. «Λοιπόν, στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ
κάτι τέτοιο».
«Μα
είπε πως ήταν απ’ την εποχή του προπάππου του».
«Μα
φυσικά το είπε. Ξέρεις, αυτό κάνει. Ταξιδεύει εδώ και εκεί και δίνει δώρα.
Αιώνες τώρα. Τα Χριστούγεννα. Πάντα τα Χριστούγεννα. Μια μέρα πριν, μια μετά.
Τι σημασία έχει».
«Τι
εννοείς…;»
«Μα
τι περίμενες; Να έχει έλκηθρο, ταράνδους, σακούλι με παιχνίδια και κόκκινο
σκουφί; Αυτά τα παραμύθια είναι για παιδιά. Δεν είσαι παιδί Άντριαν».
Ο
Άντριαν έσκυψε σιωπηλά το κεφάλι του.
«Και
τα δώρα του σε επιλέγουν» είπε ο γέρος καθώς ρουφούσε άλλη μια τζούρα καπνού.
«Κοιτούν στη ψυχή σου για να δουν αν τα αξίζεις. Άξιζες το δώρο σου Άντριαν; Τι
είδε όταν κοίταξε στην ψυχή σου;»
Ο
Άντριαν συνέχισε να νιώθει δάκρυα να κυλούν στα μάγουλά του. Κατάλαβε πως αυτή
τη φορά, για πρώτη φορά, δεν είχε κρίνει αυτός τους άλλους αλλά είχε κριθεί ο
ίδιος. Και δεν άξιζε το δώρο του. Είχε βρεθεί ελλιπής και μόνος.
Πηγή: http://psychografimata.com
Ο
Μιχαήλ Ζωντός ζει σε μια πόλη της Βόρειας Ευρώπης όπου και κάνει το διδακτορικό
του στην Αμερικανική ιστορία. Στον χρόνο που του απομένει γράφει ιστορίες.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου