Από τότε που τέλειωσε ο δεύτερος παγκόσμιος
πόλεμος, η σκιά του τρίτου δεν είχε πάψει να βαραίνει πάνω στον κόσμο μας. Και
στο μεταξύ, το αίμα χυνότανε, στην Κορέα χτες, στην Ινδοκίνα σήμερα, αύριο...
Πέρασε το χέρι του στα μαλλιά του. Σκούπισε
τον ιδρώτα στο μέτωπό του· είχε ιδρώσει, κι όμως δεν έκανε ζέστη.
Ο πόλεμος, η βόμβα υδρογόνου, οι αυτοκτονίες
για οικονομικούς λόγους, η «Κοσμική Κίνησις»... Το πανόραμα της ζωής!
Δεν είχε αλλάξει διόλου προς το καλύτερο η
ζωή μας ύστερ’ από τον πόλεμο. Όλα είναι τα ίδια σαν και πριν. Κι όμως είχε
ελπίσει κι αυτός, όπως είχαν ελπίσει εκατομμύρια άνθρωποι σ’ όλη τη γη, πως
ύστερ’ από τον πόλεμο, ύστερ’ από τόσο αίμα που χύθηκε, κάτι θ’ άλλαζε. Πως θα’
ρχόταν η ειρήνη, πως ο εφιάλτης του πολέμου δε θα ίσκιωνε πια τη γη μας, πως δε
θα γίνονταν τώρα αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους, πως . . .
Σουρούπωνε. Μερικά φώτα είχαν ανάψει κιόλας
στα μαγαζιά αντίκρυ. Στο καφενείο δεν είχανε ανάψει ακόμα τα φώτα. Του άρεσε
έτσι το ημίφως.
Σκέφτηκε τη σύγχυση που επικρατεί στον κόσμο
μας σήμερα. Σύγχυση στον τομέα των ιδεών, σύγχυση στον κοινωνικό τομέα,
σύγχυση…
Δεν έφταιγε η εφημερίδα που έκανε τώρα αυτές
τις σκέψεις. Τα σκεφτότανε όλα αυτά τον τελευταίο καιρό, πότε με λιγότερη, πότε
με περισσότερη ένταση. Σκεφτότανε το σκοτεινό πρόσωπο της ζωής. Την ειρήνη, τη
βαθιά τούτη λαχτάρα, που κρέμεται από μια κλωστή. Σκεφτότανε τη φτώχεια, την
αθλιότητα. Σκεφτότανε το φόβο που έχει μπει στις καρδιές.
Στον καθρέφτη, δίπλα του, είδε το πρόσωπο
του. Ένα πολύ συνηθισμένο πρόσωπο. Τίποτα δε μαρτυρούσε την ταραχή που είχε
μέσα του.
Είχε πολεμήσει κι αυτός στον τελευταίο
πόλεμο. Και είχε ελπίσει. Μα τώρα ήτανε πια χωρίς ελπίδα. Ναι, δε φοβότανε να
το ομολογήσει στον εαυτό του πως ήτανε χωρίς ελπίδα.
Μια σειρά από διαψεύσεις ελπίδων ήταν η ζωή
του. Είχε ελπίσει τότε . . . Είχε ελπίσει ύστερα . . .
Κάποτε, πριν από χρόνια, είχε ελπίσει στον
κομμουνισμό. Μα είχε διαψευσθεί κι εκεί. Τώρα δεν είχε ελπίδα σε καμιά
ιδεολογία!
Ζήτησε ένα ποτήρι νερό ακόμα. Αύτη η
διάψευση από τις λογής λογής ιδεολογίες ήτανε βέβαια γενικό φαινόμενο. Και
παραπάνω από τη διάψευση, η κούραση, η αδιαφορία, που οι πιο πολλοί, η μεγάλη
πλειοψηφία νιώθει μπροστά στις διάφορες ιδεολογίες.
Κοίταζε τα τρόλεϋ που περνάγανε ολοένα στη λεωφόρο,
το πλήθος . . . Μπροστά του, η εφημερίδα ανοιχτή. Όλα αυτά που είχε δει και
πρωτύτερα: η σκιά του καινούριου πολέμου, η Ινδοκίνα, οι δυο αυτοκτονίες για
οικονομικούς λόγους, η «Κοσμική Κίνησις» . . .
—
Τσιγάρα! ένας πλανόδιος μπήκε. Πήρε ένα πακέτο.
Στις έξι σελίδες της εφημερίδας: η ζωή. Κι
αυτός, ήτανε τώρα ένας άνθρωπος που δεν έχει ελπίδα.
Θυμήθηκε, πριν από χρόνια, ήτανε παιδί ακόμα,
είχε αρρωστήσει βαριά μια θεία του, ξαδέρφη της μητέρας του. Την είχανε σπίτι
τους. Ήρθε ο γιατρός βγαίνοντας από το δωμάτιο της άρρωστης, είπε με επίσημο
ύφος:
—
Δεν υπάρχει πλέον ελπίς!
Έτσι
κι αυτός, τώρα, είχε φτάσει στο σημείο να λέει:
—
Δεν υπάρχει πλέον ελπίς!
Του φάνηκε φοβερό που ήτανε χωρίς ελπίδα.
Είχε την αίσθηση πως οι άλλοι στο καφενείο τον κοιτάζανε κι άλλοι από το δρόμο
σκέφτονταν και ψιθυρίζανε μεταξύ τους: «Αυτός εκεί δεν έχει ελπίδα !» Σα να
ήταν έγκλημα αυτό. Σα να είχε ένα σημάδι πάνω του που το μαρτυρούσε. Σα να
ήτανε γυμνός ανάμεσα σε ντυμένους.
Σκέφτηκε τα διηγήματα που είχε γράψει, δίνοντας
έτσι μια διέξοδο στην αγωνία του. Άγγιζε θέματα του καιρού μας: τον πόλεμο, την
κοινωνική δυστυχία . . . Ωστόσο, δεν το αποφάσιζε να τα εκδώσει. Φοβότανε!
Φοβότανε την ετικέτα που θα του δίνανε σίγουρα οι μεν και οι δε. Όχι, έπρεπε να
τα βγάλει. Στο διάολο η ετικέτα! Αυτός ήταν ένας άνθρωπος, τίποτε άλλο. Ούτε
αριστερός ούτε δεξιός. Ένας άνθρωπος που είχε ελπίσει άλλοτε, και τώρα δεν έχει
ελπίδα, και που νιώθει χρέος του να το πει αυτό. Βέβαια, άλλοι θα’ χουν ελπίδα,
σκέφτηκε. Δεν μπορεί παρά να’ χουν.
Ξανάριξε μια ματιά στην εφημερίδα: η
Ινδοκίνα, η «Κοσμική Κίνησις», το ρεσιτάλ πιάνου, οι δυο αυτοκτονίες για
οικονομικούς λόγους, οι «Μικρές Αγγελίες» . .
ΖΗΤΕΙΤΑΙ
γραφομηχανή . . .
ΖΗΤΕΙΤΑΙ
ραδιογραμμόφωνον . . .
ΖΗΤΕΙΤΑΙ
τζιπ εν καλή καταστάσει . . .
ΖΗΤΕΙΤΑΙ
τάπης γνήσιος περσικός . . .
Έβγαλε την ατζέντα του, έκοψε ένα φύλλο κι έγραψε
με το μολύβι του:
ΖΗΤΕΙΤΑΙ
ἐλπίς
Ύστερα πρόσθεσε το όνομά του και τι διεύθυνσή
του. Φώναξε το γκαρσόνι. Ήθελε να πληρώσει, να πάει κατευθείαν στην εφημερίδα,
να δώσει την αγγελία του, να παρακαλέσει, να επιμείνει να μπει οπωσδήποτε στο αυριανό
φύλλο.
Αντώνης
Σαμαράκης - Ζητειται Ελπις
Εκδόσεις:
Γ.Κ. Ελευθερουδάκης Α.Ε., 1983, 22η έκδοση
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου