Πώς μετράμε την ανθρωπιά;

Η ανθρωπιά ορίζεται ως η ιδιότητα αυτού που είναι καλός άνθρωπος, έχει καλοσύνη, διαπνέεται από συμπόνια, υψηλό αίσθημα αλληλεγγύης και νοιάζεται για τον συνάνθρωπό του. (Μπαμπινιώτης, 2012) Είμαι από την Κοζάνη, μια μικρή πόλη της Δυτικής Μακεδονίας. Αν έκανα την ερώτηση αυτή στους συμπολίτες μου πολλοί θα θεωρούσαν ότι φέρουν την ιδιότητα της ανθρωπιάς, μη εξαιρουμένης της γράφουσας. Με λίγη μεροληψία ίσως, θεωρώ ότι το ίδιο θα απαντούσε το σύνολο των Ελλήνων και στην εποχή της παγκοσμιοποίησης που βιώνουμε, μάλλον όλο το ανθρώπινο είδος στα πέρατα αυτού του μικρού πλανήτη. Δεν μπορώ να μιλήσω για τους άλλους συνανθρώπους μου, αλλά εμείς στην Κοζάνη έχουμε μεγαλώσει με μια λαϊκή απλότητα. Η συνταγή είναι εύκολη και   συνίσταται στα εξής:   ότι δεν φαίνεται κακό δεν είναι, υπάρχει μια δικαιολογία για τα πάντα και ευτυχία είναι μόνο ότι μπορεί να μετρηθεί. Και φυσικά είμαστε καλοί άνθρωποι. Απλά πράγματα, απτά. Έχεις δουλειά, έχεις οικογένεια, έχεις κοινωνική υπόσ...

Γιώργος Ιωάννου - Η σαρκοφάγος (απόσπασμα)


Ο Γιώργος Ιωάννου (ψευδώνυμο του Γιώργου Σορολόπη) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Ο Ιωάννου πέρασε τα μαθητικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη και κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου στη Χαλκιδική και την Αθήνα. Σπούδασε φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο (1947-1950), όπου διετέλεσε και βοηθός καθηγητής στην έδρα Αρχαίας Ιστορίας (1954). Από το 1956 και ως το 1971 εργάστηκε ως φιλόλογος σε διάφορα -ιδιωτικά και δημόσια- σχολεία της Ελλάδας και στη Βεγγάζη της Λιβύης. Το 1971 μετατέθηκε σε αθηναϊκό γυμνάσιο και λίγο αργότερα στο Υπουργείο Παιδείας, όπου παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του. Από το 1978 ως το 1982 κυκλοφόρησε το περιοδικό Φυλλάδιο με δική του επιμέλεια και συγγραφή κειμένων. Η πρώτη του εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας σημειώθηκε το 1954 με την ποιητική συλλογή Ηλιοτρόπια. Ασχολήθηκε με την πεζογραφία, το θέατρο, το δοκίμιο, το χρονογράφημα, τις μεταφράσεις αρχαιοελληνικών κειμένων και τη λαογραφία. Πήρε μέρος σε ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές και δημοσίευσε κείμενά του στον περιοδικό και ημερήσιο Τύπο. Τιμήθηκε με το Α’ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (1979 για το έργο του Το δικό μας αίμα). Πέθανε από μετεγχειρητική επιπλοκή στην Αθήνα σε ηλικία πενηνταοχτώ χρόνων. Κηδεύτηκε στη Θεσσαλονίκη.


Πηγή:http://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=NODE&cnode=461&t=192



Γιώργος Ιωάννου - Η σαρκοφάγος (απόσπασμα)

Ήταν ένα είδος φύκου καλύτερο, οπωσδήποτε, απ’ τα συνηθισμένα.. Με φύλλα πιο πλατιά, πιο νευρώδη και πιο σκούρα, με κορμό ίσιο και δυνατό και γενικά με γραμμές υποβλητικά ευχάριστες. Πήρα το σοβαρό φυτό και χωρίς δισταγμό, αντί να το βάλω στη βεράντα μαζί με τ’ άλλα, το πήγα στο δωμάτιό μου. Όταν γύρισα τις πρωινές ώρες, είχα φυσικά ξεχάσει το φυτό, μετά από τόσα και τόσα που είχαν μεσολαβήσει, μα κατά το απόγευμα μόλις κάθισα στο τραπεζάκι μου να συγκεντρωθώ κι έπεσαν τα μάτια μου στον ατάραχο φύκο, μια δύναμη, καρτερικότητα μάλλον, ένιωσα να εκπορεύεται αποκεί και να με γαληνεύει. Σηκώθηκα, τον πότισα λίγο, καθάρισα μ’ ένα πανί μαλακό τα φύλλα και το τσουτσουνάκι του κι ύστερα στρέφοντας απάνω του το φώς τον εξέτασα παντού με τον μεγεθυντικό φακό μου, που τον έχω για να βλέπω και να ξαναβλέπω λεπτομερειακά αγαπημένες φωτογραφίες. Ήταν άψογος, χωρίς ίχνος αρρώστιας ή τραυματισμού πουθενά. Θαρρείς και είχε φυτρώσει μεμιάς εκείνη τη στιγμή.



[…] Σαν άνθρωπος είναι κι αυτό, συλλογίστηκα, κι αμέσως τον συμπάθησα ακόμα πιο πολύ. Από τότε τον κράτησα για πάντα απέναντί μου μέσα στο δωμάτιο. Το χειμώνα σταματάει κι απ’ την άνοιξη ως το φθινόπωρο αραδιάζει με κανονικό ρυθμό κλιμακωτά τα φύλλα του. Ταιριάζουμε σε πολλά. Ούτε ήλιο ούτε αέρα πολύ θέλει και δεν τον πειράζει διόλου το ηλεκτρικό φως, που μέρα νύχτα καίει στο ντουμανιασμένο απ’ τα τσιγάρα δωμάτιό μου, όπου ψοφούν αράδα τα ωδικά πουλιά. Στέκεται εκεί απέναντί μου αλύγιστος, ατάραχος, βαθύτατα σιωπηλός, σα να πνίγει, να απορροφά, τη βαβούρα της ανεκδιήγητης πολυκατοικίας όπου είμαι καταδικασμένος να ζω. Ούτε λουλούδια ούτε παρακλάδια πετά. Μια αδιάπτωτη εσωτερική ζωή τού χαρίζει την ομορφιά του.
[…] Στο μεταξύ ολοένα ρίχνει μπόι. Και να θέλω, δεν μπορώ πια να τον βγάλω στη βεράντα. Άλλωστε, αν τον πιάσει τώρα Βαρδάρης, θα τον ρίξει οπωσδήποτε κάτω και θα πάθει ό,τι και οι μυθικοί γίγαντες. Αλλά και μέσα στο δωμάτιο συνεχώς να μείνει, το πολύ πολύ ένα καλοκαίρι ακόμα να ζήσει. Με το ρυθμό που μεγαλώνει γρήγορα θα φτάσει στο ταβάνι και τότε πλέον δεν τον σώζει τίποτε. Το ταβάνι πάντως δεν πρόκειται να υποχωρήσει. Αυτός θ’ αρχίσει να λυγάει, θ’ ασκημαίνει σιγά σιγά, και για να μην πέσει απάνω μου καμιά μέρα, πρέπει να τον κόψω εγώ με τα ίδια μου τα χέρια. Δε θα ’ναι, βέβαια, η πρώτη φορά, που θα κάνω μια τέτοια πράξη, επειδή δεν έχω τα μέσα ή τη δύναμη να κρατήσω κοντά μου πράγματα και πρόσωπα που αγαπώ. Κατά βάθος όμως δεν τον λυπάμαι. Αυτός τουλάχιστο έδειξε το μπόι του και πηγαίνει τώρα παλικαρίσια. Εγώ όμως να δούμε πώς θα πάω, που ολοένα ζαρώνω και ζουφώνω, ελπίζοντας κατά βάθος πως επί των ημερών μου, και εγκαίρως μάλιστα, θ’ αλλάξουν οι νόμοι της φύσεως ή οι χαρακτήρες των ανθρώπων. Ασφαλώς θα πάω πολύ χειρότερα- ούτε καν από φιλικό χέρι».

Γιώργος Ιωάννου, Η σαρκοφάγος, Κέδρος 1986, σελ. 87-89

Σχόλια