Πώς μετράμε την ανθρωπιά;

Η ανθρωπιά ορίζεται ως η ιδιότητα αυτού που είναι καλός άνθρωπος, έχει καλοσύνη, διαπνέεται από συμπόνια, υψηλό αίσθημα αλληλεγγύης και νοιάζεται για τον συνάνθρωπό του. (Μπαμπινιώτης, 2012) Είμαι από την Κοζάνη, μια μικρή πόλη της Δυτικής Μακεδονίας. Αν έκανα την ερώτηση αυτή στους συμπολίτες μου πολλοί θα θεωρούσαν ότι φέρουν την ιδιότητα της ανθρωπιάς, μη εξαιρουμένης της γράφουσας. Με λίγη μεροληψία ίσως, θεωρώ ότι το ίδιο θα απαντούσε το σύνολο των Ελλήνων και στην εποχή της παγκοσμιοποίησης που βιώνουμε, μάλλον όλο το ανθρώπινο είδος στα πέρατα αυτού του μικρού πλανήτη. Δεν μπορώ να μιλήσω για τους άλλους συνανθρώπους μου, αλλά εμείς στην Κοζάνη έχουμε μεγαλώσει με μια λαϊκή απλότητα. Η συνταγή είναι εύκολη και   συνίσταται στα εξής:   ότι δεν φαίνεται κακό δεν είναι, υπάρχει μια δικαιολογία για τα πάντα και ευτυχία είναι μόνο ότι μπορεί να μετρηθεί. Και φυσικά είμαστε καλοί άνθρωποι. Απλά πράγματα, απτά. Έχεις δουλειά, έχεις οικογένεια, έχεις κοινωνική υπόσταση, μεγ

Ν.Σ.- Λαχόρη

Ν.Σ.- Λαχόρη
Κραυγές στο χρόνο, στο χώρο ζωντανεύουν παιδιών ανάσες. Μόλις έφτασε στον καταυλισμό. Άνθρωποι περιφέρονται άναρχα και μωρά κλαίνε στις αγκαλιές των μανάδων τους. Τις παρατηρεί. Φαντάζουν στα μάτια του σαν κουφάρια ανθρώπων. Σαν να μην είναι εκεί η ψυχή τους παρά τα δυο χέρια που χρειάζονται για να κρατούν αγκαλιά ένα βρέφος.
Μπαίνει σε ένα πρόχειρο υπόστεγο. Ξάφνου εμφανίζεται ένας πιτσιρίκος, ο Shan. Τον κοιτάζει σαν να ψάχνει μια λύση. Του μιλά γρήγορα. Είναι αναστατωμένος. Δεν καταλαβαίνει τι θέλει να του πει, μα αντιλαμβάνεται ότι του ζητά βοήθεια. Σφίγγει το χέρι στο μπράτσο του και τον τραβάει προς ένα αχυρένιο σπίτι.
Του δείχνει με το σκελετωμένο δάκτυλο του ένα κοριτσάκι που σπαρταρά μισοπεθαμένο πάνω σε ένα γκρίζο κουρέλι. Την αγγίζει και νιώθει την κόλαση. Τούτος ο άγγελος τι δουλειά έχει εκεί; Στέκει βουβός και αρχίζει να γνέφει στο τέλος σινιάλο αποχωρισμού. Μες στη λευκή του φορεσιά η καρδιά του χτυπά σαν τρελή. Αν η ζωή δεν έχει χέρια πώς μπορεί να μαστιγώνει αλύπητα το σώμα αυτού του 10χρονου κοριτσιού; Είναι τόσο μεγάλο το φταίξιμο που δεν μπορεί να φταίει ένας. Φταίμε όλοι. Εγώ, εσύ, αυτός, εμείς, εσείς, αυτοί. Όποιος έζησε, όποιος ζει και όποιος θα ζήσει. Όλοι αυτοί να πληρώναμε για τούτο το αμάρτημα και πάλι η οφειλή θα υπήρχε. Τόσο μεγάλο είναι το κρίμα για την αβοήθητη μικρή. Και τώρα πολλαπλασιάστε το για κάθε παιδί και κάθε ψυχή…
Βυθίζει τη βελόνα και φέρνει τη γαλήνη στο παιδικό κορμί. Έστω για λίγες στιγμές θα πάψει να πονά… σε λίγες ώρες θα είναι νεκρή.
Άφοβα ξεκίνησε να έρθει εδώ, με μόνη ελπίδα το τέλος του πόνου. Μα τώρα τρέμει ολάκερος από το φόβο. Δεν πίνει νερό και σκέψεις δεν ντύνει με τον παράλογο της λογικής μανδύα. Από αυτόν έπρεπε να ξεκινήσει η αλλαγή σκεφτόταν μήνες τώρα! Πόσα να αλλάξει ο κόσμος αν αυτός δεν αλλάξει κάτι; Μα τώρα στέκει σιωπηλός. Νιώθει ανήμπορος. Όλα μοιάζουν μεγάλα κι αυτός τόσο μικρός που σχεδόν περνά απαρατήρητος. Πρέπει να παλέψει όμως, πρέπει να θυμάται κάθε στιγμή το γιατί!
Ο Shan του πιάνει τον ώμο. Τον γυρίζει και τον σφίγγει στην αγκαλιά του. Σκότους παιδί, του χαμογελά λες και το κάνει στη ζωή. Πώς να του πεις τούτου του παιδιού πως η ζωή πουλάει το δικό της χαμόγελο σε διεθνή τιμή; Δεν ξέρει τι είναι το χρήμα, κι αυτό το αόρατο κατασκεύασμα που το ντύσαμε με χαρτί αντί να τυπώνουμε βιβλία, έχει ήδη σκοτώσει τους γονείς και τα 3 μικρότερα αδέρφια του.
Μικρέ μου Παντζάμπι για σένα έχει κλείσει η αγορά του γέλιου∙ αφού το χρήμα ο νους σου δεν ορίζει, τι ζητάς από τη ζωή;
Μίλια αφήνουν σημάδια στις φτέρνες του για λίγη δροσιά στο κάμα της μέρας. Κάθε μέρα και μια μάχη. Κάθε νύχτα και μια ανακωχή. Δίπλα στην πόλη πολλοί ζούνε πλουσιοπάροχα. Όσα μίλια χωρίζουν τον Shan από το πόσιμο νερό, τόσα τον χωρίζουν και από την άλλη πλευρά της ζωής. Ο Ράβι κυλά, σαν να αναζητά την διέξοδο από την φτώχεια∙ μα πάντα αφήνει αυτή τη γνωστή μυρωδιά, που μπαίνει στα σωθικά και στο πετσί όποιου μείνει λίγες ώρες στις όχθες του. Αυτή την μυρωδιά που άλλο δεν λες πως είναι παρά ψοφίμι ξεχασμένο από τα κοράκια για μήνες εκεί δίπλα.
Κοίταξε τον Shan στα μάτια, μα δεν μπόρεσε να του χαμογελάσει. Δεν μπορείς να ξεγελάσεις τα παιδιά και ήξερε πως το κορίτσι δεν θα ζούσε. Ξαφνικά μια αντρική φωνή τον ρωτάει επιτακτικά. «Ποιος είσαι εσύ;»
Στην αρχή γύρισε αμήχανα. Μετά σηκώθηκε όρθιος και αφού κοίταξε όπως ποτέ άλλοτε την δύναμη στα μάτια, του απάντησε σαν για πρώτη φορά να ήξερε ποιος πραγματικά είναι : Ονομάζομαι Ορέστης και είμαι ο νέος σας γιατρός.

Ν.Σ.

Σχόλια

  1. Πολύ... αληθινό.
    ευχαριστώ που το ανέβασες. :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Να 'σαι καλά Natále! Καμιά φορά φαντάζει τόσο παράλογη αυτή η πραγματικότητα στο νου μου, που πραγματικά δεν ξέρω πως μπορεί να είναι τόσο...αληθινή!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου