Sylvia Plath (Σύλβια Πλαθ)
Η Σύλβια Πλαθ (Sylvia Plath) (27 Οκτωβρίου 1932 – 11 Φεβρουαρίου 1963) ήταν Αμερικανίδα ποιήτρια, μυθιστοριογράφος, συγγραφέας μικρών ιστοριών και δοκιμιογράφος. Γεννημένη στο Τζαμάικα Πλέιν της Μασαχουσέτης (τμήμα της Βοστώνης), η Πλαθ έδειξε από νεαρή ηλικία την κλίση της, όταν εξέδωσε το πρώτο της ποίημα σε ηλικία 8 ετών. Ο πατέρας της, Όττο, καθηγητής κολεγίου και σημαίνουσα αυθεντία σε ό,τι αφορά τις μέλισσες, πέθανε περίπου την ίδια εποχή, στις 5 Οκτωβρίου 1940. Η Πλαθ συνέχισε την προσπάθεια έκδοσης ποιημάτων και σύντομων ιστοριών σε Αμερικανικά περιοδικά, και πέτυχε κάποια μικρή αναγνώριση.
Υπέφερε από σοβαρή διπολική διαταραχή κατά τη διάρκεια της ενηλίκου ζωής της. Στο προτελευταίο έτος των σπουδών της στο Κολέγιο Σμιθ, η Πλαθ έκανε την πρώτη της απόπειρα αυτοκτονίας. Αργότερα απεικόνισε την κατάρρευσή της στο ημι-αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Ο Γυάλινος Κώδων (The Bell Jar). Κλείστηκε σε ένα ψυχικό ίδρυμα (Νοσοκομείο ΜακΛίν), και άρχισε να φαίνεται πως πέτυχε μια ευπρόσδεκτη ανάνηψη, αποφοιτώντας από το Σμιθ με διακρίσεις το 1955. Κέρδισε μια υποτροφία Φουλμπράιτ για το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, όπου συνέχισε να γράφει ποίηση, περιστασιακά εκδίδοντας τη δουλειά της στην φοιτητική εφημερίδα Varsity. Στο Κέμπριτζ γνώρισε τον Άγγλο ποιητή Τεντ Χιούζ. Παντρεύτηκαν στις 16 Ιουνίου 1956. Η Πλαθ και ο Χιούζ πέρασαν την περίοδο από τον Ιούλιο του 1957 μέχρι τον Οκτώβριο του 1959 ζώντας και δουλεύοντας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Πλαθ δίδασκε στο Σμιθ. Έπειτα μετακόμισαν στη Βοστώνη, όπου η Πλαθ παρακολούθησε σεμινάρια με τον Ρόμπερτ Λόουελλ. Η σειρά αυτή σεμιναρίων επρόκειτο να έχει σημαντική επίδραση στην δουλειά της. Τα σεμινάρια παρακολουθούσε και η Ανν Σέξτον. Εκείνη την περίοδο επίσης οι Πλαθ και Χιούζ συνάντησαν για πρώτη φορά τον W. S. Merwin, ο οποίος θαύμασε τη δουλειά τους και παρέμεινε δια βίου φίλος. Όταν το ζευγάρι διαπίστωσε πως η Πλαθ ήταν έγκυος, μετακόμισαν πίσω στη Μεγάλη Βρετανία.
Έζησαν για λίγο στο Λονδίνο και έπειτα εγκαταστάθηκαν στο North Tawton, μια μικρή πόλη στο Ντέβον. Εξέδωσε τη πρώτη ποιητική συλλογή της, Ο Κολοσσός (The Colossus), στην Αγγλία το 1960. Τον Φεβρουάριο του 1961 απέβαλε. Ένας αριθμός από ποιήματα αναφέρονται στο γεγονός αυτό. Ο γάμος της άρχισε να συναντά δυσκολίες και χώρισαν λιγότερο από δύο χρόνια μετά τη γέννηση του πρώτου τους παιδιού. Ο χωρισμός του οφειλόταν κυρίως στη σχέση που είχε ο Χιούζ με την ποιήτρια Άσια Γουέβιλλ.
Η Πλαθ επέστρεψε στο Λονδίνο με τα παιδιά τους, την Φρίντα και τον Νίκολας (αυτοκτόνησε στις 11 Φεβρουαρίου 1963 καθώς έπασχε από κατάθλιψη). Νοίκιασε ένα διαμέρισμα στο σπίτι όπου κάποτε έμενε ο Γέιτς. Ήταν πολύ ευχαριστημένη γι’ αυτό και το θεώρησε καλό οιωνό καθώς ξεκίνησε τις διαδικασίες νόμιμου χωρισμού. Ο χειμώνας 1962/1963 ήταν πολύ σκληρός. Στις 11 Φεβρουαρίου 1963, άρρωστη και με λίγα λεφτά, η Πλαθ αυτοκτόνησε εισπνέοντας φυσικό αέριο από τον φούρνο. Προτού πεθάνει, η Πλαθ τοποθέτησε φαγητό και γάλα στα παιδιά της. Είναι θαμμένη στο νεκροταφείο στο Χεπτονστάλλ, στο Γουέστ Γιορκσάιρ.
Πηγή : Βικιπαίδεια
Sylvia Plath - Poem for a Birthday - Who 1959
Who
The month of flowering's finished. The fruit's in,
Eaten or rotten. I am all mouth.
October's the month for storage.
Thie shed's fusty as a mummy's stomach:
Old tools, handles and rusty tusks.
I am at home here among the dead heads.
Let me sit in a flowerpot,
The spiders won't notice.
My heart is a stopped geranium.
If only the wind would leave my lungs alone.
Dogsbody noses the petals. They bloom upside down.
They rattle like hydrangea bushes.
Mouldering heads console me,
Nailed to the rafters yesterday:
Inmates who don't hibernate.
Cabbageheads: wormy purple, silver-glaze,
A dressing of mule ears, mothy pelts, but green-hearted,
Their veins white as porkfat.
O the beauty of usage!
The orange pumpkins have no eyes.
These halls are full of women who think they are birds.
This is a dull school.
I am a root, a stone, an owl pellet,
Without dreams of any sort.
Mother, you are the one mouth
I would be a tongue to. Mother of otherness
Eat me. Wastebasket gaper, shadow of doorways.
I said: I must remember this, being small.
There were such enormous flowers,
Purple and red mouths, utterly lovely.
The hoops of blackberry stems made me cry.
Now they light me up like an electric bulb.
For weeks I can remember nothing at all.
Sylvia Plath - Poem for a Birthday - Who 1959
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου