Ο Ντίλαν Τόμας (27 Οκτωβρίου, 1914 - 9 Νοεμβρίου 1953)γεννήθηκε στο Σουόνσι της Ουαλίας. Ποιητής και συγγραφέας έγραψε αποκλειστικά στην αγγλική γλώσσα. Πέρα από την ποίηση, έγραψε διηγήματα και σενάρια για τον κινηματογράφο και το ραδιόφωνο. Όπως σημειώνει η μεταφράστρια Μιράντα Σταυρινού: "Το συγγραφικό έργο του Ντύλαν Τόμας χαρακτηρίζεται από μια ιδιομορφία που διαφοροποιεί το γράψιμό του σε τέτοιο βαθμό, ώστε ν' αχρηστεύει a priori κάθε απόπειρα σύγκρισής του με το έργο άλλων συγχρόνων του. Όταν στη δεκαετία του 1930 ο σουρεαλισμός ήταν ακόμα η πρωτοπορία στην παγκόσμια λογοτεχνία, ο Τόμας επινόησε νέες λειτουργικές σχέσεις στη λογοτεχνική γλώσσα. Από τα πρώτα αυτοβιογραφικά του διηγήματα έφτασε σταδιακά στη δραματική αντικειμενικότητα της μεταγενέστερης πρόζας και ποίησής του, όπως αναφέρει εύστοχα ο Κ. Φράιερ. Δαιμονικά ποιητική φύση, ο Τόμας ανέσυρε τη λέξη απ' την φθορά της καθημερινής τριβής και την τοποθέτησε σ' ένα συμβολικό εννοιολογικό επίπεδο που επεκτείνεται στο μεταφυσικό όραμα. Ο Ντ. Τόμας παίζει με τις λέξεις, συνδυάζει απαράμιλλα την καθομιλουμένη με την αρχαΐζουσα, εμφυτεύοντας ανάμεσά τους λέξεις ιδιωματικές, αργκό. Οι πυκνά εναλλασσόμενες εικόνες, οι μεγάλες παράγραφοι που τις διατρέχει μια ανάσα, η ιδιόρρυθμη χρήση του συντακτικού, ο πλούτος των συνηχήσεων, η επινόηση λέξεων, τα λογοπαίγνια, η εσκεμμένη κρυπτικότητα των λέξεων, η μουσική ροή της έκφρασής του, μαρτυρούν έναν εξουθενωτικό λογοπλάστη που αναζητά, "πιέζει και πλάθει" τη λέξη, για να της προσδώσει τελικά μία επιλογή νοηματική, ένα φάσμα συγκινησιακών και μεταφυσικών σηματοδοτήσεων.
Ο Ντ. Τόμας θεωρείται σήμερα μια από τις πιο εξέχουσες μορφές της σύγχρονης πεζογραφίας και ποίησης. Ο κριτικός J. W. Lambert έγραψε στους Sunday Times ότι "... ο Ντ. Τόμας καθιερώθηκε ως καλλιτέχνης που κατόρθωσε να δημιουργήσει ποίηση σε μορφή πρόζας"".Πέθανε ξαφνικά ύστερα από καταπόνηση του οργανισμού στις 9 Νοεμβρίου 1953 στη Νέα Υόρκη από αλκοολική τοξίνωση.
«Η ποίηση είναι η διήγηση της ζωής που παλεύει να βρει λίγο φως»
Ντύλαν Τόμας - Χωρίς να είμαστε τίποτ' άλλο παρά μόνο άνθρωποι
Χωρίς να είμαστε τίποτ’ άλλο παρά μόνο άνθρωποι, περπατήσαμε μέσ’ απ’ τα δέντρα
Φοβισμένοι, αφήνοντας τις λέξεις μας να είναι τρυφερές
Από φόβο μήπως ξυπνήσουμε τις κουρούνες,
Από φόβο μήπως έρθουμε
Αθόρυβα μέσα σ’ έναν κόσμο φτερών και κραυγών.
Αν ήμασταν παιδιά, ίσως να σκαρφαλώναμε,
Θα πιάναμε τις κουρούνες να κοιμούνται, και δεν θα σπάγαμε ούτε κλαράκι,
Και, μετά το μαλακό ανέβασμα,
Θα τινάζαμε τα κεφάλια μας πιο πάνω απ’ τα κλαριά
Για να θαυμάσουμε την τελειότητα των άστρων.
Πέρα απ’ τη σύγχυση, όπως συμβαίνει συνήθως,
Και τον θαυμασμό για όσα ο άνθρωπος γνωρίζει,
Πέρα απ’ το χάος θα ‘ρχόταν η μακαριότητα.
Αυτό, τότε, είναι ομορφιά, είπαμε,
Παιδιά που με θαυμασμό κοιτάζουν τ’ αστέρια,
Είναι ο σκοπός και το τέλος.
Χωρίς να είμαστε τίποτ’ άλλο παρά μόνο άνθρωποι, περπατήσαμε μέσ’ απ’ τα δέντρα.
μετάφραση: Βίλκη Τσελεμέγκου-Αντωνιάδου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου