Πώς μετράμε την ανθρωπιά;

Η ανθρωπιά ορίζεται ως η ιδιότητα αυτού που είναι καλός άνθρωπος, έχει καλοσύνη, διαπνέεται από συμπόνια, υψηλό αίσθημα αλληλεγγύης και νοιάζεται για τον συνάνθρωπό του. (Μπαμπινιώτης, 2012) Είμαι από την Κοζάνη, μια μικρή πόλη της Δυτικής Μακεδονίας. Αν έκανα την ερώτηση αυτή στους συμπολίτες μου πολλοί θα θεωρούσαν ότι φέρουν την ιδιότητα της ανθρωπιάς, μη εξαιρουμένης της γράφουσας. Με λίγη μεροληψία ίσως, θεωρώ ότι το ίδιο θα απαντούσε το σύνολο των Ελλήνων και στην εποχή της παγκοσμιοποίησης που βιώνουμε, μάλλον όλο το ανθρώπινο είδος στα πέρατα αυτού του μικρού πλανήτη. Δεν μπορώ να μιλήσω για τους άλλους συνανθρώπους μου, αλλά εμείς στην Κοζάνη έχουμε μεγαλώσει με μια λαϊκή απλότητα. Η συνταγή είναι εύκολη και   συνίσταται στα εξής:   ότι δεν φαίνεται κακό δεν είναι, υπάρχει μια δικαιολογία για τα πάντα και ευτυχία είναι μόνο ότι μπορεί να μετρηθεί. Και φυσικά είμαστε καλοί άνθρωποι. Απλά πράγματα, απτά. Έχεις δουλειά, έχεις οικογένεια, έχεις κοινωνική υπόσ...

Anna Akhmatova (Άννα Αχμάτοβα)- In Human Closeness There...

Anna Akhmatova (Άννα Αχμάτοβα )

Russian and Ukrainian: А́нна Ахма́това)

Την αποκάλεσαν:
«Αννα Πασών των Ρωσιών» (Μαρίνα Τσβετάγεβα)και 
«μισή καλόγρια, μισή πόρνη» (Αντρέι Ζντάνοφ)





In Human Closeness There...

In human closeness there is a secret edge,
Nor love nor passion can pass it above,
Let lips with lips be joined in silent rage,
And hearts be burst asunder with the love.

And friendship, too, is powerless plot,
And so years of bliss with noble tends,
When your heart is free and known not,
The slow languor of the earthy sense.

And they who strive to reach this edge are mad,
But they who reached are shocked with anguish hard --
Now you know why beneath your hand

You do not feel the beating of my heart.

Anna Akhmatova (Άννα Αχμάτοβα )-In Human Closeness There...

Translated by Yevgeny Bonver, October 1995 
Πηγή : http://www.poetryloverspage.com/

Η μεγαλύτερη ρωσίδα ποιήτρια του 20ού αιώνα, η ταραγμένη ζωή και το αξεπέραστο έργο της

Μια τσαρίνα «αγία και πόρνη»

βιογραφία

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ

 
Όποτε ο Στάλιν άκουγε το όνομά της βλαστημούσε και πέταγε μέσα από τα δόντια του ένα οργισμένο: «Πάλι αυτή η πόρνη!..». Όμως οι απλοί άνθρωποι που ξεροστάλιαζαν δίπλα της στις ατέλειωτες ολονυχτίες έξω από τη Λουμπιάνκα, την περιβόητη φυλακή της Μόσχας και έδρα των υπηρεσιών ασφαλείας του σοβιετικού κράτους, περιμένοντας να δουν τους δικούς τους, όπως κι εκείνη περίμενε να συναντήσει πότε τον άντρα της Νικολάι Γκουμιλιόφ, πότε τον γιο της Λεβ και πότε τον τρίτο σύζυγό της Νικολάι Πούνιν, την αποκαλούσαν αγία. Όχι μόνο για την ιώβεια υπομονή της ή την καλοσύνη της που εκφραζόταν με λόγια και έργα θερμής συμπαράστασης προς όσους χειμάζονταν από τον ζόφο του σταλινισμού, αλλά και για την αξιοπρέπεια με την οποία αντιμετώπιζε την προσωπική της δοκιμασία, μακριά από βαρυγκώμιες και παράπονα. Όπως και να 'χει, η Αννα Αχμάτοβα έμεινε στην ιστορία όχι μόνο της ΕΣΣΔ αλλά και της λογοτεχνίας ολόκληρης ως η μεγαλύτερη ρωσίδα ποιήτρια του 20ού αιώνα. 

Με τον Μοντιλιάνι
Η συγγραφέας του σπαρακτικού Ρέκβιεμ ήρθε στον κόσμο το 1889, στο Μπαλσόι Φοντάν κοντά στην Οδησσό και ήταν το τέταρτο παιδί του αξιωματικού του τσαρικού ναυτικού Αντρέι Γκορένκο και της Ινας Εράσμοβνα, το γένος Στογκόβα. Εναν χρόνο αργότερα η οικογένεια μετακομίζει στο Τσάρσκογιε Σελό κοντά στην Αγία Πετρούπολη, όπου η Αννα θα φοιτήσει στο εκεί γυμνάσιο θηλέων και στα 1907 θα τελειώσει το σχολείο για να παρακολουθήσει τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Κιέβου. Είναι ήδη αρκετά δημοφιλής στους νεαρούς συναδέλφους της, μια femme fatale που καίει καρδιές. Ξεπέρασε αρκετά γρήγορα τον πρώτο της εραστή που είχε από τα 16 της χρόνια και ο οποίος την εγκατέλειψε για να επιστρέψει στο Πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης και τώρα πολιορκείται στενά από τον φέρελπι ποιητή Νικολάι Γκουμιλιόφ, που ερωτευμένος μαζί της δεν παύει να τη βομβαρδίζει με προτάσεις γάμου. Η Αχμάτοβα (όπως είναι το ψευδώνυμο που την ανάγκασε να υιοθετήσει ο πατέρας της για να μη «σπιλώσει» το καλό όνομα της οικογένειάς της) υποκύπτει τελικά στα 1910, έπειτα από μια καταλυτική επιστολή, όπου ο Νικολάι τής εκμυστηρεύεται πως μόνο ένα πράγμα τον ενδιαφέρει: οτιδήποτε έχει να κάνει με κείνην. Ωστόσο σύντομα αποδεικνύεται ότι ο ποιητής δεν είναι το καλύτερο υλικό για σύζυγο. Παθιασμένος με τα ταξίδια, την αφήνει σύξυλη λίγο μετά την επιστροφή τους από τον μήνα του μέλιτος στο Παρίσι και φεύγει για την Αβησσυνία, όπου θα μείνει από τον Σεπτέμβριο του 1910 ως τον Μάρτιο του 1911. Οταν εκείνος επιστρέφει στη συζυγική εστία, έρχεται η σειρά της να τον εγκαταλείψει και καταφεύγει στη γαλλική πρωτεύουσα υπό την προστασία ενός παλιού της θαυμαστή: του ζωγράφου Αμεντέο Μοντιλιάνι. Αν και η φύση της σχέσης τους δεν έχει επίσημα ξεκαθαριστεί, τα γυμνά της που φιλοτεχνεί ο γάλλος μετρ και ένα πορτρέτο που της έκανε και το οποίο εκείνη είχε πάντοτε μαζί της, δεν αφήνουν περιθώρια για παρερμηνείες.
Εχει ήδη αρχίσει να γίνεται γνωστή ως ποιήτρια και συχνάζει στο καμπαρέ «Αδέσποτος σκύλος», όπου μαζί με τον Γκουμιλιόφ και τον Οσιπ Μαντελστάμ θα ιδρύσουν το κίνημα του ακμεϊσμού. Ο μύθος της μοιραίας γυναίκας θα εδραιωθεί εδώ, καθώς η Αχμάτοβα εμφανίζεται πάντοτε ντυμένη και χτενισμένη με άκρα εκζήτηση, περιστοιχισμένη από σμάρια ολόκληρα θαυμαστών, ενώ η παρουσία της αποπνέει έναν αέρα κυριολεκτικά αυτοκρατορικό. Σε αυτό το ύφος η άλλη μεγάλη ποιήτρια της Ρωσίας Μαρίνα Τσβετάγεβα θα στηριχτεί για να την αποκαλέσει «Αννα Πασών των Ρωσιών», αναγορεύοντάς την ούτε λίγο ούτε πολύ τσαρίνα. Σύμφωνα με τις πηγές, οι δυο τους δεν είχαν την ευκαιρία να συναντηθούν παρά μόνο δύο φορές στη ζωή τους, και μάλιστα σε καιρούς χαλεπούς, όταν κυνηγημένες βρέθηκαν σε συνθήκες μυστικότητας στη Μόσχα, το 1941. Η Τσβετάγεβα έχει μόλις επιστρέψει από το Παρίσι, η κόρη και ο σύζυγός της έχουν συλληφθεί από τις σοβιετικές αρχές και οι περισσότεροι φίλοι την αποφεύγουν. Λίγο καιρό αργότερα θα δώσει τέλος στη ζωή της, ένα ακόμη τραγικό θύμα της σκοτεινής εκείνης εποχής. 

Η επομένη του τοκετού

Ο γιος της Αννας και του Νικολάι, Λεβ, έρχεται στον κόσμο την 1η Οκτωβρίου 1912, όταν επιστρέφουν από ένα ταξίδι στην Ιταλία. Ο Νικολάι απλά την πάει στο μαιευτήριο και τον καταπίνει η γη ως την επομένη του τοκετού, οπότε εμφανίζεται μαζί με τους επισκέπτες και τους φίλους που έρχονται να τη συγχαρούν. Είναι πλέον η αρχή του τέλους και αποφασίζουν να δώσουν ο ένας στον άλλο πλήρη ελευθερία. Ο Νικολάι φεύγει ξανά για την Αφρική και εμφανίζεται έναν χρόνο αργότερα έχοντας στο πλευρό του καινούργια ερωμένη. Η Αχμάτοβα, με καταρρακωμένο ηθικό αφήνει τον γιο τους στη φροντίδα της πεθεράς της και το μόνο που την απασχολεί πλέον είναι η ποίηση και οι εραστές (κάτι που ο Λεβ, απ' ό,τι δείχνουν οι τεταμένες σχέσεις που είχαν σε όλη τους τη ζωή, δεν θα της το συγχωρήσει ποτέ). Στις κατακτήσεις της εκείνων των χρόνων συγκαταλέγονται ο Αρτουρ Λούριε, ο ιστορικός τέχνης Νικολάι Νικολάγεβιτς Πούνιν, ο ποιητής και κριτικός Νικολάι Νεντόμπροβο. Οι συλλογές Εσπέρα (1912) και Ροζάριο (1914) αναπαράγουν την ατμόσφαιρα της εποχής και την απόγνωση που δημιουργεί στη ζωή της η χρεοκοπία του γάμου της. Τα ποιήματά τους περνούν από την ελπίδα στον φόβο, από την εμπιστοσύνη στην προδοσία και από τον θυμό στη συγχώρεση, υποδηλώνοντας την εξαιρετικά εύθραυστη ψυχική ισορροπία της ποιήτριας. Οι πρώτες κανονιές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και η αναχώρηση του Νικολάι για το μέτωπο βρίσκουν την Αχμάτοβα βαριά άρρωστη με φυματίωση, να τη βασανίζει ο πόνος της ματαιότητας και το αίσθημα της εγκατάλειψης από όσους αγάπησε (συμπεριλαμβανομένων του γιου και του άντρα της). Συνδέεται με τον κοσμοπολίτη Μπόρις Ανρεπ, ο οποίος όμως θα την εγκαταλείψει μόλις ξεσπάσει η επανάσταση των μπολσεβίκων για να καταφύγει στο Λονδίνο. Λίγο αργότερα παντρεύεται τον Βλαντιμίρ Σιλέικο, έναν οξύθυμο μελετητή ανατολικών γλωσσών, ο οποίος πολύ μεγαλύτερός της ήδη, τη σπρώχνει με τον αυταρχισμό του και τις σκηνές ζηλοτυπίας που της κάνει στην αγκαλιά του Νικολάι Πούνιν, ο οποίος θα γίνει ο τρίτος της σύζυγος. Ομως η εξαιρετικά οξυδερκής ποιητικά Αχμάτοβα αποδεικνύεται για άλλη μια φορά «τυφλή» στα ζητήματα της ζωής. Δεν πήρε μυρωδιά ότι έχει να κάνει με έναν αδιόρθωτο γυναικά και ο παθολογικά άπιστος Πούνιν που διατηρεί παράλληλα σχέση με μια γιατρό, μετά τον γάμο τους εγκαθιστά στο διαμέρισμά τους μια καινούργια ερωμένη.
Η Αχμάτοβα αλλάζει δωμάτιο, αλλά συνεχίζει να ζει μαζί του ως την έκρηξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, οπότε θα τους κάνουν έξωση από το σπίτι εκείνο. Οι συλλογές Λευκό κοπάδι (1917) και Anno Domini MCMXXI (1921), καρπός των συναισθηματικών δοκιμασιών που υπέφερε όλα αυτά τα χρόνια, προμηνύουν τις δύσκολες εποχές που ξημερώνουν με τη σταλινική τρομοκρατία που αγκαλιάζει τη χώρα μετά τη δολοφονία του Κίροφ στα 1934, αν και ο εθνικισμός ο οποίος υποβόσκει σε αυτές και η ορθόδοξη πίστη που σιγοκαίει κάτω από τα ποιήματα μετριάζουν την αντίδρασή της στο καθεστώς. Ομως ακόμη πιο τραγικά γεγονότα θα έρθουν. Ο πρώτος της άντρας Γκουμιλιόφ εκτελείται ως «εχθρός του λαού», ο Πούνιν και ο γιος της Λεβ φυλακίζονται, η ίδια γίνεται στόχος και της επιβάλλεται να σωπάσει, αν και αργότερα (1950), προφανώς κινούμενη από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, θα υπογράψει κάποια ποιήματα που υμνούν τον «Πατερούλη των λαών» Στάλιν για να αποσείσει τις κατηγορίες της μυστικίστριας, της καλόγριας (!) και της αντιπάλου της νέας κοινωνικής τάξης. Το 1935 αρχίζει να σκαλίζει τους πρώτους στίχους του αριστουργήματός της Ρέκβιεμ, αλλά μόλις το 1940 καταφέρνει να το ολοκληρώσει. Θα περιμένει άλλα 23 χρόνια για να το δει τυπωμένο, και αυτό όχι στην πατρίδα της αλλά σε ένα περιοδικό της ρωσικής διασποράς που εκδιδόταν στο Μόναχο. Είναι ένα από τα σπαρακτικότερα ποιήματα όλων των εποχών, καθώς σκιτσάρει αδρά την ανθρώπινη περιπέτεια σε μια πατρίδα ρημαγμένη και προδομένη. Αυτό το ποιητικό της corpus τής χάρισε την αθανασία, όταν το φθαρτό της σώμα υπέκυπτε στο αναπόφευκτο στο μοσχοβίτικο σανατόριο του Ντομοντέτοβο στις 5 Μαρτίου 1966 και πέντε ημέρες αργότερα αναπαυόταν στο κοιμητήρι του Κομάροβο κοντά στο Λένινγκραντ. Πλήθη λαού την κατευόδωσαν στην τελευταία της κατοικία έχοντας στα χείλη στίχους από το Ρέκβιεμ. Η ταφόπλακα έχει πάνω της σκαλισμένη τη μορφή της και έναν ψηλό ορθόδοξο σταυρό. Κάποιο αόρατο χέρι φροντίζει τα λουλούδια που στολίζουν το μνήμα να είναι πάντοτε φρέσκα και δροσερά.

 
Πηγή : Το Βήμα online 

Σχόλια