Πώς μετράμε την ανθρωπιά;

Η ανθρωπιά ορίζεται ως η ιδιότητα αυτού που είναι καλός άνθρωπος, έχει καλοσύνη, διαπνέεται από συμπόνια, υψηλό αίσθημα αλληλεγγύης και νοιάζεται για τον συνάνθρωπό του. (Μπαμπινιώτης, 2012) Είμαι από την Κοζάνη, μια μικρή πόλη της Δυτικής Μακεδονίας. Αν έκανα την ερώτηση αυτή στους συμπολίτες μου πολλοί θα θεωρούσαν ότι φέρουν την ιδιότητα της ανθρωπιάς, μη εξαιρουμένης της γράφουσας. Με λίγη μεροληψία ίσως, θεωρώ ότι το ίδιο θα απαντούσε το σύνολο των Ελλήνων και στην εποχή της παγκοσμιοποίησης που βιώνουμε, μάλλον όλο το ανθρώπινο είδος στα πέρατα αυτού του μικρού πλανήτη. Δεν μπορώ να μιλήσω για τους άλλους συνανθρώπους μου, αλλά εμείς στην Κοζάνη έχουμε μεγαλώσει με μια λαϊκή απλότητα. Η συνταγή είναι εύκολη και   συνίσταται στα εξής:   ότι δεν φαίνεται κακό δεν είναι, υπάρχει μια δικαιολογία για τα πάντα και ευτυχία είναι μόνο ότι μπορεί να μετρηθεί. Και φυσικά είμαστε καλοί άνθρωποι. Απλά πράγματα, απτά. Έχεις δουλειά, έχεις οικογένεια, έχεις κοινωνική υπόσ...

Sylvia Plath - Poem For A Birthday - The Stones

"This is the city where men are mended.
I lie on a great anvil.
The flat blue sky-circle

Flew off like the hat of a doll
When I fell out of the light. I entered
The stomach of indifference, the wordless cupboard.

The mother of pestles diminished me.
I became a still pebble.
The stones of the belly were peaceable,

The head-stone quiet, jostled by nothing.
Only the mouth-hole piped out,
Importunate cricket

In a quarry of silences.
The people of the city heard it.
They hunted the stones, taciturn and separate,

The mouth-hole crying their locations.
Drunk as a foetus
I suck at the paps of darkness.

The food tubes embrace me. Sponges kiss my lichens away.
The jewelmaster drives his chisel to pry
Open one stone eye.

This is the after-hell: I see the light.
A wind unstoppers the chamber
Of the ear, old worrier.

Water mollifies the flint lip,
And daylight lays its sameness on the wall.
The grafters are cheerful,

Heating the pincers, hoisting the delicate hammers.
A current agitates the wires
Volt upon volt. Catgut stitches my fissures.

A workman walks by carrying a pink torso.
The storerooms are full of hearts.
This is the city of spare parts.

My swaddled legs and arms smell sweet as rubber.
Here they can doctor heads, or any limb.
On Fridays the little children come

To trade their hooks for hands.
Dead men leave eyes for others.
Love is the uniform of my bald nurse.

Love is the bone and sinew of my curse.
The vase, reconstructed, houses
The elusive rose.

Ten fingers shape a bowl for shadows.
My mendings itch. There is nothing to do.
I shall be good as new."


Sylvia Plath - Poem For A Birthday - The Stones 1959

Σχόλια