ΧΡΗΣΤΟΥ ΖΑΛΟΚΩΣΤΑ
ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Ο προφήτης της αρχαιότητας
Κι' αφού έσβηνε και χανόταν ο θεϊκός λόγος, ο Σωκράτης έμενε για ώρες σ' έκσταση, λες κι' είχε αντικρίσει κάτι από το Αιώνιο Φως. Σήμερα το δαιμόνιο του είπε :
—« Σωκράτη, μάθε το δρόμο που σου ετοιμάζω. Από μικρό σε διάλεξα, σε δοκίμασα, ξέρω πως θ' ακολουθήσεις ό,τι κι' αν ορίσω. Να παρατήσεις τη γλυπτική. Βγάλε από μέσα σου, σταγόνα - σταγόνα, τον καλλιτέχνη, Ξέχασε την ξένοιαστη ζωή, για ν' απομονωθείς και να φωτισθείς μαθαίνοντας. Η ομορφιά δε βοηθά να βρεις το Θεό, όπως λέει ο Φειδίας. Η ομορφιά είν' εμπόδιο για να φτάσεις ως το Δημιουργό. Τα λαγόνια των γυναικών, όσο πιο ωραία φαντάζουν, τόσο περισσότερο σ' απομακρύνουν από τον Όλυμπο. Στάσου πετρόκαρδος. Το σώμα σου συχνά θα ξεσηκωθεί, για να σε φέρει πίσω στις όμορφες. Θ' ανάψεις ολόκληρος από πόθο, που είν' ανήμερο θεριό και σπάει σίδερα. Μη λυπάσαι. Τράβα το δρόμο της μάθησης. Εγώ θα σε παραστέκω. Σαν σε δω να λυγεύεις, θα σου φωνάξω : « Μη ! » και συ θα μαζεύεσαι, όσο να μεταπλάσεις την ψυχή σου σε φλόγα. Τότε θα σε κάνω ποιμένα ανθρώπων ». Η φωνή σώπασε κι' ο Σωκράτης ξανάπεσε σε ταραχή. Άρχισε να ψυχομετρά, τάχα τούτα που άκουσε ήταν ουράνια εντολή, η μήπως εσώτερη δική του επιθυμία, αφού τώρα τελευταία ένιωθε λειψή απασχόληση την Τέχνη και κρυφολαχταρούσε να φωτισθεί με τη φιλοσοφία. Μέσες -άκρες, όσα μάθαινε από τις θεωρίες των Ιώνων φιλοσόφων, του φαίνονταν βαθυστόχαστα. Ήξερε ο ίδιος πως ήταν ανέτοιμος να παίξει πρώτο ρόλο, ενώ πρόθυμα θ' αφοσιωνόταν σε μεγάλους σκοπούς. Πίστευε πως η ζωή του είχε ανώτερη αποστολή. Παγίδα η καλοπέραση. Τα γλέντια πράξη ταπεινή των σκλάβων. Ο άνθρωπος, το πιο τέλειο δημιούργημα του Θεού, αδύνατο σκουλήκι, που μέσα στην καρδιά του το καλό και το κακό παλεύουν και τη σπαράζουν. Έχει ανάγκη από βοήθεια ο άνθρωπος. Ο Σωκράτης θα ήθελε να ξεπεράσει τον εαυτό του, για ν' ανταποκριθεί στο δαιμόνιο. Θυσία να κάνη τη ζωή, αδιάφορος στις γυναίκες, αλύγιστος εμπρός στους άρχοντες, κι' όσο θ' αδυνάτιζε το κορμί, τόσο θα θέριευε την ψυχή του. « Άμα μεταπλαστής σε φλόγα, τότε θα σε κάνω ποιμένα ανθρώπων ». Τρομάζει σαν αναλογίζεται παρόμοια εντολή. Ξέρει πως είναι δύσκολος ο αγώνας εναντίον των άλλων, αλλά είναι πιο δύσκολος εναντίον του ίδιου του εαυτού μας. Θ' αντέξει στη δοκιμασία ; Και ξαφνιάζεται παραπάνω πως, αυτόν, τον άμαθο, διάλεξε η Μοίρα να διδάξει τους τετραπέρατους Αθηναίους. Όσο και να ποθεί ν' ακολουθήσει τούτη την προσταγή, φοβάται μήπως δε σταθεί άξιος. Φοβάται τόσο που αρχίζει να τρέμει... Το δαιμόνιο του ξαναμιλά:
—« Σωκράτη, από δω και πέρα δε θα σου δώσω συμβουλές. Μόνο άμα βλέπω πως στραβοπατάς, θα σε εμποδίζω να κάνης κάτι. Όταν σωπαίνω, θα πη πως καλά πορεύεσαι. Μα σήμερα βλέπω πως έχεις ανάγκη από βοήθεια. Θα σου ορίσω τους σκοπούς της ζωής σου. Σου παραγγέλνω να οδηγήσεις τους ανθρώπους που παραλογίζονται να λογικευτούν. Σπούδασε. Μάθε, για να καταλάβεις την παντοδυναμία της Σοφίας. Κάνε τους συμπολίτες σου, αντί να πολεμιούνται, ν' αγαπηθούν. Το Σύμπαν, αυτό το πέλαγος ομορφιάς, το συντηρεί και το κρατά ενωμένο κάποια αγάπη. Δίδαξε τους, αντί ν' άδικοι ο ένας τον άλλον, ν' αφοσιωθούν στη Δικαιοσύνη, το υπέρτατο αγαθό, που κρατά ισορροπία ανάμεσα στις αντίθετες ορμές των ατόμων. Μ' αυτά τα τρία ιδανικά που σου φανερώνω, σοφία, αγάπη, δικαιοσύνη, μπορεί να ευτυχήσουν οι ανήμεροι άνθρωποι. Φώτισε τους ».
{…}Ο Σωκράτης, κατά τη συνήθεια του, ρωτούσε το νέο φίλο, για να τον μελετήσει :
— « Πες μου, Κριτία, τι σκοπεύεις να γίνεις ; »
— « Ρήτορας. Για να χω τη δύναμη να πείθω τους βουλευτές στη Βουλή και το λαό στη Συνέλευση ».
Ο Σωκράτης ξαναρώτησε : — « Θέλεις να τους πείθεις, φαντάζομαι, σ' ό,τι σε συμφέρει, κι' όχι τι είναι δίκαιο και τι άδικο, γιατί βέβαια δεν μπορείς να διδάξεις το πλήθος σε τόσο λίγη ώρα για τόσα σπουδαία πράματα ».
— « Σωστά το μάντεψες, Σωκράτη. Θέλω να πείθω το λαό να δέχεται αυτά που συμφέρουν εμένα και το πολιτικό κόμμα μου ».
— « Είτε δίκαια ποθείς, είτε άδικα ; » απόρησε ο φιλόσοφος.
— « Φυσικά. Γιατί στην πολιτική πάντα, ό, τι και να κάνεις, μερικούς θα ωφελήσεις, άλλους θ' αδικήσεις ».
— « Δεν ξέρεις, Κριτία, ότι το μεγαλύτερο κακό στον κόσμο είναι η αδικία » ;
— « Όχι. Ακόμα μεγαλύτερο κακό είναι να σε αδικούν ».
— « Μην το λες αυτό », έκανε ο Δάσκαλος.
— « Ώστε θα προτιμούσες, Σωκράτη, ν' αδικιέσαι μάλλον παρά ν' αδικείς ; »
— « Εγώ βέβαια δε θα ήθελα μήτε το ένα μήτε τ’ άλλο αν όμως ήταν ανάγκη να διαλέξω, ναι, θα προτιμούσα να μ' αδικούνε παρά ν' αδικώ », αποκρίθηκε ο Σωκράτης.
— « Θέλεις να πεις πως δεν θα σ' άρεσε να είσαι παντοδύναμος ; Να κάνης ό, τι θέλεις, να είσαι τόσο ευτυχισμένος σαν τον μεγάλο Πέρση βασιλιά ; »
—«Δεν ξέρω πόσο είν' ευτυχισμένος ο βασιλιάς της Περσίας. Δεν τον έχω συναναστραφεί », είπε απλά ο φιλόσοφος.
— « Τι δηλαδή; Ήταν ανάγκη να τον συναναστραφείς, για να καταλάβεις πόσο ευτυχισμένος είναι ένας πανίσχυρος άρχοντας; »
Χωρίς δισταγμό απάντησε ο Σωκράτης : — « Ασφαλώς έπρεπε. Γιατί αγνοώ αν είναι δίκαιος ».
— « Και τι; Στη δικαιοσύνη περιορίζεις εσύ την ευτυχία ενός τυράννου, Σωκράτη ; »
—«Μάλιστα. Μόνον ο δίκαιος ζει ευτυχισμένα, καλέ μου. Δυστυχεί όποιος είναι άδικος ».
Ο Κριτίας δυσκολεύτηκε μια στιγμή ν' απαντήσει, ύστερα είπε με πεποίθηση που ταίριαζε στην ηλικία του :
— « Φοβάμαι πως στην πράξη συμβαίνει τ' αντίθετο απ' αυτό που κατηχείς εσύ. Όλος ο κόσμος σέβεται και θαυμάζει τους δυνατούς. Το φυσικό δίκαιο είναι ισχυρότερο από τους ανθρώπινους νόμους. Εμένα μ' έμαθαν οι σοφιστές, πως τους νόμους τους κάνουν οι αδύνατοι άνθρωποι, ο πολύς όχλος. Νομοθετούν προς το συμφέρον τους, για να εμποδίζουν τους δυνατούς να έχουν ό, τι τους αξίζει, λέγοντας πως είναι αδικία να κατέχει κανείς περισσότερα από τους άλλους. Απαιτούν να ‘χουν ίσα με τους δυνατούς κι' ας είναι κατώτεροι. Μα η φύση, Σωκράτη, θέλει ο καλύτερος ν' απολαβαίνει περισσότερα. Κοίταξε γύρω σου — παντού θα δεις όσους είν' ισχυροί, τους δικτάτορες, τους τυράννους, να γράφουν τους νόμους στα παλιά τους τα παπούτσια και να διευθύνουν με το φυσικό δίκαιο. Στη θέληση τους υποτάσσουν την άβουλη μάζα. Ζουν μέσα στον πλούτο και τα γλέντια και κανένας δεν τολμάει να τους βλάψει. Αυτό θα πει ευτυχία. »
Ο Σωκράτης χαμογέλασε και στα μάτια του ξέσπασε μια σπίθα πονηράδας :
— « Με θάρρος μιλάς, Κριτία, και σε παρακαλώ να μην αλλάξεις τον τρόπο που εξηγείς τις σκέψεις σου, για να με μάθεις πως πρέπει να περνάμε το βίο μας. Λες, λοιπόν, πως αρετή είναι να μην περιορίζει κανείς τις επιθυμίες του αλλά να τις αφήνει να ξεσπάν ; »
— « Ναι».
— « Μήπως δε βρίσκεις σωστό το λεγόμενο, πως ευδαίμονες είναι όσοι δεν έχουν ανάγκες ; »
— « Βέβαια όχι, έκανε ο Κριτίας, γιατί τότε oι πέτρες κι' οι πεθαμένοι, που δε νιώθουν ανάγκες, θα ήταν ευτυχέστατοι ».
— « Μα κι' ο βίος όπως τον θέλεις εσύ είν' ανυπόφορος, τον ορμήνεψε ο Σωκράτης. Μάθε πως η ψυχή του ακόλαστου ανθρώπου μοιάζει πιθάρι με τρύπιο πάτο, που ποτέ δε γεμίζει. Ενώ ο δίχως ανάγκες άνθρωπος ζει με ηρεμία ».
— « Δε με πείθεις, Σωκράτη, γιατί ευχαρίστηση στη ζωή θα πει να ζεις εντατικά ».
— « Άμα λες « ευχάριστη ζωή » εννοείς, όταν πεινάει κανείς να τρώει κι' όταν διψά να πίνει ; » ρώτησε ο φιλόσοφος.
— «Όχι μόνον αυτό, αλλά κι' όταν κανείς εκπληρώνει όλες τις άλλες επιθυμίες του ».
— « Πρόσεξε, Κριτία, μήπως σε κάνω να ντραπείς. Νομίζεις πως είν' ευτυχισμένος ένας ψωριάρης, επειδή έχει επιθυμία να ξύνεται και εύκολα το πετυχαίνει ; »
— « Αστειεύεσαι, Σωκράτη ; »
— « Κάθε άλλο. Θέλω να καταλάβεις πως υπάρχουν πράματα που τα λέμε « ωφέλιμα » και πράματα που τα λέμε «ευχάριστα ». Για να στο πω απλούστερα. Η μαγειρική είναι τέχνη που ευχαριστεί μόνο, προσπαθεί να κολακεύει μιαν αίσθηση, τη γεύση, χωρίς να νοιάζεται αν μας ωφελεί, ενώ η ιατρική είν' επιστήμη που θεραπεύει. Μπορεί κάποτε να ενοχλεί, μα στο τέλος ωφελεί. Είσαι σύμφωνος ; » έκανε ο Σωκράτης.
— « Είμαι».
— « Όπως είπαμε τώρα για το σώμα, έτσι υπάρχουν και για την ψυχή ενέργειες, που άλλες δοκιμάζουν μονάχα να την κολακέψουν κι' άλλες αγωνίζονται να την ωφελήσουν. Ας δούμε που θα κατατάξουμε τη ρητορική σου. Αν βέβαια, Κριτία, ο ρήτορας ζητά να ικανοποιήσει τις δικές του επιθυμίες, όπως έλεγες πριν, η να κολακεύει το λαό για να τον ξεγελάσει, τότε η ρητορική του είναι βλαβερή. Αν όμως προσπαθεί να κάνη καλύτερο το πλήθος, εμποδίζοντας να εκπληρωθούν oι παράλογες επιθυμίες του, τότε είναι ωφέλιμη η ρητορική. Το παραδέχεσαι αυτό η δεν το παραδέχεσαι ; »
— « Το παραδέχομαι» , αναγκάστηκε να πη ο νέος.
— « Τότε, εξακολούθησε ο Σωκράτης, συμφωνάμε, πως ευτυχισμένος είναι κείνος ο πολιτικός, που προσέχει το συμφέρον του λαού κι' όχι το δικό του, που προσπαθεί να βλαστήσει στις ψυχές των συμπολιτών τη δικαιοσύνη και να ξεριζώσει την αδικία. Αυτός ο πολιτικός, τον όχλο, που είναι ανόητος και άδικος, τον βιάζει να καλυτερεύει. Το παραδέχεσαι κι' αυτό ; »
— « Κι' αυτό το παραδέχομαι », είπε ο Κριτίας.
—« Ε, τότε, παιδί μου, περισσότερο πρόσεχε να μην αδικείς παρά να μην αδικιέσαι. Κι' αν ποτέ κάνης κανένα κακό, να θέλεις να σε τιμωρούν, για να γίνεσαι καλύτερος. Ν' αποφεύγεις την κολακεία είτε προς τους λίγους είτε στους πολλούς, επειδή όλες οι αθλιότητες της πολιτικής έχουν αιτία την κολακεία στο λαό ».
— « Χαίρομαι ν' ακούω πως και σένα δε σ' αρέσει ο Περικλής », έκανε ο Κριτίας.
— « Ούτε αυτός, ούτε καν οι παλαιότεροι, γιατί όλοι τους δούλευαν ένα δαιμονικό σκοπό — να μεγαλώσουν με κάθε τρόπο την Αθήνα, αδικώντας ως και τους συμμάχους, ενώ θα έπρεπε να πασχίζουν να κάνουν ηθικούς τους πολίτες. Είναι κακός ο Περικλής, επειδή κατάντησε τους Αθηναίους τεμπέληδες και φλύαρους, αφότου ψήφισε να πληρώνονται μισθοί στο λαό και να μη σταματάν τα θέατρα και τα γλέντια ».
Κοντοστάθηκε μια στιγμή ο φιλόσοφος κι' ύστερα είπε : — « Άκουσε τη συμβουλή μου, Κριτία : να μεταχειρίζεσαι τη ρητορική σου για ό, τι υψηλό και δίκαιο, έστω κι' αν απομείνεις μονάχος εναντίον όλων, έστω κι' αν σε βρίσουν, κι' αν σ' εξευτελίσουν. Και, μα το Δία, ακόμα κι' αν σε χαστουκίσουν, που θεωρείται ατιμωτικό, μη θυμώσεις. Γιατί, αν πραγματικά είσ' ενάρετος, δε θα πάθεις τίποτα, ούτε σε τούτη τη ζωή, ούτε στη μέλλουσα, όταν έρθει για τους νεκρούς η μέρα να κριθούνε. Μείνε κοντά μου, Κριτία, να ποτίσουμε τον όχλο νέα ηθική. Ν' αναμορφώσουμε την κοινωνία...»
{…}« Ένα υπέρτατο αγαθό υπάρχει — η γνώση — κι' ένα κακό — η άγνοια. Εκείνοι που δεν ξέρουν τον εαυτό τους, εκείνοι που είν' απατημένοι για την προσωπική αξία τους, πέφτουν σε σφάλματα κι' αποτυγχάνουν. Το « καλό », άμα το νιώσουν οι άνθρωποι, τ' ακολουθάν. Ανάγκη να καλυτερέψουν με τη φώτιση ως κι' οι κακοί. Ζήτα τις « αιώνιες αλήθειες» με τη διαλεκτική, αμφιβάλλοντας ο ίδιος και κάνοντας και τους άλλους ν' αμφιβάλλουν, όσο να βρεθούν οι σωστοί νόμοι της ζωής. Η κοινωνία των ανθρώπων, που ως τώρα οδηγείται στον καθημερινό βίο από παλιά γνωμικά, μόνο με τις γνώσεις θα προκόψει…
ΧΡΗΣΤΟΥ ΖΑΛΟΚΩΣΤΑ
ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Ο προφήτης της αρχαιότητας
ΔΕΚΑΤΗ ΕΚΔΟΣΗ
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ
Ι. Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α. Ε.
Σειρά Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 68 71989, 81991, 91994, 101996
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου