Πώς μετράμε την ανθρωπιά;

Η ανθρωπιά ορίζεται ως η ιδιότητα αυτού που είναι καλός άνθρωπος, έχει καλοσύνη, διαπνέεται από συμπόνια, υψηλό αίσθημα αλληλεγγύης και νοιάζεται για τον συνάνθρωπό του. (Μπαμπινιώτης, 2012) Είμαι από την Κοζάνη, μια μικρή πόλη της Δυτικής Μακεδονίας. Αν έκανα την ερώτηση αυτή στους συμπολίτες μου πολλοί θα θεωρούσαν ότι φέρουν την ιδιότητα της ανθρωπιάς, μη εξαιρουμένης της γράφουσας. Με λίγη μεροληψία ίσως, θεωρώ ότι το ίδιο θα απαντούσε το σύνολο των Ελλήνων και στην εποχή της παγκοσμιοποίησης που βιώνουμε, μάλλον όλο το ανθρώπινο είδος στα πέρατα αυτού του μικρού πλανήτη. Δεν μπορώ να μιλήσω για τους άλλους συνανθρώπους μου, αλλά εμείς στην Κοζάνη έχουμε μεγαλώσει με μια λαϊκή απλότητα. Η συνταγή είναι εύκολη και   συνίσταται στα εξής:   ότι δεν φαίνεται κακό δεν είναι, υπάρχει μια δικαιολογία για τα πάντα και ευτυχία είναι μόνο ότι μπορεί να μετρηθεί. Και φυσικά είμαστε καλοί άνθρωποι. Απλά πράγματα, απτά. Έχεις δουλειά, έχεις οικογένεια, έχεις κοινωνική υπόσταση, μεγ

Αλκυόνη Παπαδάκη - «Ξεφυλλίζοντας τη σιωπή»

Αλκυόνη Παπαδάκη
«Ξεφυλλίζοντας τη σιωπή» (Αποσπάσματα)

Το βιβλίο είναι αφιερωμένο σ’ ευτούς που έδεσαν την άγκυρά τους στα φτερά των γλάρων!

{…}Αν ποτέ ήταν δυνατόν να συναντήσω το Θεό,θα του ‘κανα την εξής, απλή ερώτηση.
Έκανες ένα σύμπαν, που για να διατηρείται σε ισορροπία, στηρίζεται στον αλληλοσπαραγμό. Μαύρες τρύπες που καταπίνουνε εκατομμύρια αστέρια, ήλιοι που καίγονται σαν βαρελότα, κ.λπ., κ.λπ., κ.λπ. Έφτιαξες και μια γη, μέσα στο τάχα μου ειρηνικό σου σύμπαν, που για να ισορροπήσουν τα διάφορα είδη, «τρώει το μεγάλο ψάρι το μικρό» (σελ.63)


{…}Σχεδόν τίποτα. Σχεδόν καλά. Σχεδόν μαζί.
Σχεδόν οριστικά. Σχεδόν ανέπαφα. Σχεδόν επιφανειακά.
Σχεδόν μηχανικά. Σχεδόν αθώος. Σχεδόν μετανιωμένος.
Σχεδόν αποφασισμένος. Σχεδόν ηλίθιος.
Σ’ αυτή τη λέξη, την πονηρή, ναυάγησε ολόκληρη η ζωή σου!
Τι κρίμα! Κι ήταν, σχεδόν, δυο βήματα η στεριά! (σελ.65)


{…} Θυμάσαι ένα χειμωνιάτικο πρωινό, που ήρθα
και σε ξύπνησα χωρίς να με περιμένεις;
Σε πήρα από το χέρι και περπατήσαμε στους δρόμους,
μέσα στο κρύο και στη βροχή.
Δεν κάναμε τίποτα σπουδαίο.
Δεν λύσαμε κανένα πρόβλημα του κόσμου.
Κρατιόμαστε χέρι-χέρι, λέγαμε ό,τι μας ερχόταν
στο κεφάλι και γελούσαμε.
Δε σου είπα πόσο είχα ανάγκη εκείνη την ημέρα να σε δω.
Πως δεν άντεχα να κουβαλήσω ως το βράδυ
την ψυχή μου.
Δε σου είπα πόσο μου είχες λείψει. (σελ.129)


Αλκυόνη Παπαδάκη- «Ξεφυλλίζοντας τη σιωπή» (Αποσπάσματα)
Εκδόσεις ΚΑΛΕΝΤΗΣ

Σχόλια