Πώς μετράμε την ανθρωπιά;

Η ανθρωπιά ορίζεται ως η ιδιότητα αυτού που είναι καλός άνθρωπος, έχει καλοσύνη, διαπνέεται από συμπόνια, υψηλό αίσθημα αλληλεγγύης και νοιάζεται για τον συνάνθρωπό του. (Μπαμπινιώτης, 2012) Είμαι από την Κοζάνη, μια μικρή πόλη της Δυτικής Μακεδονίας. Αν έκανα την ερώτηση αυτή στους συμπολίτες μου πολλοί θα θεωρούσαν ότι φέρουν την ιδιότητα της ανθρωπιάς, μη εξαιρουμένης της γράφουσας. Με λίγη μεροληψία ίσως, θεωρώ ότι το ίδιο θα απαντούσε το σύνολο των Ελλήνων και στην εποχή της παγκοσμιοποίησης που βιώνουμε, μάλλον όλο το ανθρώπινο είδος στα πέρατα αυτού του μικρού πλανήτη. Δεν μπορώ να μιλήσω για τους άλλους συνανθρώπους μου, αλλά εμείς στην Κοζάνη έχουμε μεγαλώσει με μια λαϊκή απλότητα. Η συνταγή είναι εύκολη και   συνίσταται στα εξής:   ότι δεν φαίνεται κακό δεν είναι, υπάρχει μια δικαιολογία για τα πάντα και ευτυχία είναι μόνο ότι μπορεί να μετρηθεί. Και φυσικά είμαστε καλοί άνθρωποι. Απλά πράγματα, απτά. Έχεις δουλειά, έχεις οικογένεια, έχεις κοινωνική υπόσταση, μεγ

Γιώργος Σεφέρης - Ο γυρισμός του ξενιτεμένου

- Παλιέ μου φίλε τι γυρεύεις;

χρόνια ξενιτεμένος ήρθες

με εικόνες που έχεις αναθρέψει

κάτω από ξένους ουρανούς

μακριά από τον τόπο τον δικό σου.


- Γυρεύω τον παλιό μου κήπο

τα δέντρα μου έρχουνται ως τη μέση

και οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια

κι όμως σαν ήμουνα παιδί

έπαιζα πάνω στο χορτάρι

κάτω από τους μεγάλους ίσκιους

κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές

ώρα πολλή λαχανιασμένος.


- Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου

σιγά-σιγά θα συνηθίσεις

θ'ανηφορίσουμε μαζί

στα γνώριμα σου μονοπάτια

θα ξαποστάσουμε μαζί

κάτω απ'το θόλο των πλατάνων

σιγά-σιγά θα'ρθουν κοντάσου

το περιβόλι κι οι πλαγιές σου.


- Γυρεύω το παλιό μου σπίτι

με τ'αψηλά τα παραθύρια

σκοτεινιασμένα απ'τον κισσό

γυρεύω την αρχαία κολόνα

που κοίταζε ο θαλασσινός.

Πως θες να μπω σ'αυτή τη στάνη;

οι στέγες μου έρχονται ως τους ώμους

κι όσο μακριά και να κοιτάξω

βλέπω γονατιστούς ανθρώπους

λες κάνουνε την προσευχή τους.


- Παλιέ μου φίλε δε μ'ακούς;

σιγά-σιγά θα συνηθίσεις

το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις

κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν

σε λίγο οι φίλοι σου κι οι δικοί σου

γλυκά να σε καλωσορίσουν.


-Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου;

σήκωσε λίγο το κεφάλι

να καταλάβω τι μου λες

όσο μιλάς τ'ανάστημά σου

ολοένα πάει και λιγοστεύει

λες και βυθίζεσαι στο χώμα.


- Παλιέ μου φίλε συλλογίσου

σιγά-σιγά θα συνηθίσεις

η νοσταλγία σου έχει πλάσει

μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους

έξω απ'τη γης κι απ'τους ανθρώπους.


- Πια δεν ακούω τσιμουδιά

βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος

παράξενο πως χαμηλώνουν

όλα τριγύρω κάθε τόσο

εδώ διαβαίνουν και θερίζουν

χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα.


Αθήνα, άνοιξη '38

Σχόλια