Πώς μετράμε την ανθρωπιά;

Η ανθρωπιά ορίζεται ως η ιδιότητα αυτού που είναι καλός άνθρωπος, έχει καλοσύνη, διαπνέεται από συμπόνια, υψηλό αίσθημα αλληλεγγύης και νοιάζεται για τον συνάνθρωπό του. (Μπαμπινιώτης, 2012) Είμαι από την Κοζάνη, μια μικρή πόλη της Δυτικής Μακεδονίας. Αν έκανα την ερώτηση αυτή στους συμπολίτες μου πολλοί θα θεωρούσαν ότι φέρουν την ιδιότητα της ανθρωπιάς, μη εξαιρουμένης της γράφουσας. Με λίγη μεροληψία ίσως, θεωρώ ότι το ίδιο θα απαντούσε το σύνολο των Ελλήνων και στην εποχή της παγκοσμιοποίησης που βιώνουμε, μάλλον όλο το ανθρώπινο είδος στα πέρατα αυτού του μικρού πλανήτη. Δεν μπορώ να μιλήσω για τους άλλους συνανθρώπους μου, αλλά εμείς στην Κοζάνη έχουμε μεγαλώσει με μια λαϊκή απλότητα. Η συνταγή είναι εύκολη και   συνίσταται στα εξής:   ότι δεν φαίνεται κακό δεν είναι, υπάρχει μια δικαιολογία για τα πάντα και ευτυχία είναι μόνο ότι μπορεί να μετρηθεί. Και φυσικά είμαστε καλοί άνθρωποι. Απλά πράγματα, απτά. Έχεις δουλειά, έχεις οικογένεια, έχεις κοινωνική υπόσταση, μεγ

Nina George – Το μικρό παριζιάνικο βιβλιοπωλείο

Η Νίνα Γκεόργκε είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας και καθηγήτρια δημιουργικής γραφής. Έχει γράψει 26 βιβλία και πάρα πολλά διηγήματα, καθώς και άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά. Το Μικρό παριζιάνικο βιβλιοπωλείο μεταφράστηκε σε 33 γλώσσες, έμεινε δύο χρόνια στις λίστες των best seller στη Γερμανία, μπήκε στη λίστα των New York Times, ήταν το δημοφιλέστερο βιβλίο στην Αγγλία για το καλοκαίρι 2015 σύμφωνα με την Independent, ενώ έγινε επίσης best seller στην Ιταλία, την Πολωνία, την Ολλανδία και άλλες χώρες.





Nina George – Το μικρό παριζιάνικο βιβλιοπωλείο (απόσπασμα)


«Όχι», είπε ξανά ο κύριος Περντί το επόμενο πρωί. «Θα προτιμούσα να μην σας πουλήσω αυτό το βιβλίο.»
   Πολύ ευγενικά πήρε τη Νύχτα από το χέρι της κυρίας. Από τα πολλά μυθιστορήματα που είχε στο πλωτό βιβλιοπωλείο, το οποίο είχε ονομαστεί Λογοτεχνικό Φαρμακείο, εκείνη είχε επιλέξει ανεξήγητα το περίφημο μπεστ σέλερ του Μαξ Ζορντάν, του ενοίκου του τρίτου ορόφου της οδού Μοντανιάρ με τα προστατευτικά αυτιών.
    Η πελάτισσα κοίταξε αιφνιδιασμένη τον βιβλιοπώλη.
 «Γιατί όχι;»
 «Ο Μαξ Ζορντάν δεν σας ταιριάζει.»
 «Ο Μαξ Ζορντάν δεν μου ταιριάζει;»           
«Ακριβώς. Δεν είναι ο τύπος σας.»

 «Ο τύπος μου. Μάλιστα. Με συγχωρείται, αλλά ίσως θα πρέπει να σας επισημάνω ότι ήρθα στο πλωτό βιβλιοπωλείο σας για να βρω ένα βιβλίο. Όχι για να βρω σύζυγο, αγαπητέ κύριε.»       
«Με όλο τον σεβασμό, τα βιβλία που διαβάζετε θ’ αποδειχθούν πιο σημαντικά μακροπρόθεσμα από τον άντρα που θα παντρευτείτε, αγαπητή κυρία.»
Εκείνη τον κοίταξε με μάτια που είχαν στενέψει σαν δυο σχισμές.
«Δώστε μου το βιβλίο, πάρτε τα χρήματα και μπορούμε να προσποιηθούμε κι οι δυο ότι είναι μια θαυμάσια μέρα.»
«Είναι μια θαυμάσια μέρα και αύριο είναι η αρχή του καλοκαιριού, αλλά εσείς δεν θα πάρετε αυτό το βιβλίο. Τουλάχιστον όχι από μένα. Να σας προτείνω κάποια άλλα;»
«Εννοείται να μου πλασάρετε κάποιο παμπάλαιο κλασικό που βαριέστε να πετάξετε στο ποτάμι όπου θα δηλητηριάσετε τα ψάρια;» Μιλούσε ήρεμα στην αρχή, αλλά η ένταση της φωνής της ολοένα και δυνάμωνε.
«Τα βιβλία δεν είναι αυγά, ξέρετε. Επειδή ένα βιβλίο έχει παλιώσει λίγο δεν σημαίνει ότι έχει χαλάσει.» Τώρα είχε υψώσει και ο Περντί τον τόνο της φωνής του. «Κι εξάλλου τι κακό έχει το παλιό; Η ηλικία δεν είναι ασθένεια. Όλοι μεγαλώνουμε, ακόμα και τα βιβλία. Μήπως εσείς, ή οποιοσδήποτε, αξίζετε λιγότερο ή είστε λιγότερο σημαντική επειδή έχετε ζήσει περισσότερο;»
«Είναι γελοίος ο τρόπος με τον οποίο διαστρεβλώνετε τα πάντα, μόνο και μόνο επειδή δεν θέλετε ν’ αγοράσω αυτό το ανόητο βιβλίο, τη Νύχτα.»
Η πελάτισσα- ή μάλλον η μη πελάτισσα-  έριξε το πορτοφόλι της στην ακριβή τσάντα που είχε περασμένη στον ώμο και τράβηξε το φερμουάρ, το οποίο κόλλησε.
Ο Περντί ένιωσε ένα άγριο συναίσθημα θυμού και έντασης να τον πλημμυρίζει- μόνο που δεν είχε καμία σχέση μ΄ αυτή τη γυναίκα.  Ωστόσο, δεν μπορούσε να κρατηθεί και να μη μιλήσει. Την ακολούθησε βιαστικά καθώς εκείνη διέσχιζε με μεγάλα, θυμωμένα βήματα το εσωτερικό του πλωτού βιβλιοπωλείου και της φώναξε στο ημίφως ανάμεσα στα ατελείωτα ράφια με  βιβλία: «Η επιλογή είναι δικής σας, κυρία μου! Μπορείτε να φύγετε και να με αγνοήσετε ή μπορείτε να γλιτώσετε από χιλιάδες ώρες μαρτυρίου αρχίζοντας από τώρα.»
«Ευχαριστώ, αυτό ακριβώς κάνω.»
«Παραδοθείτε στο καταφύγιο των βιβλίων αντί να αναλώνεστε σε ανούσιες σχέσεις με άντρες που σας παραμελούν ή να κάνετε τρελές δίαιτες επειδή δεν αισθάνεστε αρκετά λεπτή για έναν ή αρκετά ανόητη για τον άλλο.»
Η γυναίκα κοντοστάθηκε δίπλα στη μεγάλη τζαμαρία με θέα στον Σηκουάνα και αγριοκοίταξε τον Περντί. «Πώς τολμάτε!»
«Τα βιβλία κρατούν την βλακεία μακριά. Σας σώζουν από ψεύτικες ελπίδες και λάθος άντρες. Σας περιβάλλον με αγάπη, δύναμη και γνώση. Είναι έρωτας εκ των έσω. Διαλέξτε: βιβλία ή …»
Πριν προλάβει να τελειώσει την φράση του, ένα παριζιάνικο σκάφος αναψυχής πέρασε από δίπλα τους με μια παρέα από Κινέζες, που στέκονταν κοντά στην κουπαστή κρατώντας ομπρέλες. Αμέσως μόλις αντιλήφθηκαν το διάσημο πλωτό Λογοτεχνικό Φαρμακείο του Παρισιού, άρχιζαν να βγάζουν αμέτρητες φωτογραφίες με τις μηχανές τους. Το σκάφος αναψυχής έστειλε καφεπράσινους λόφους νερού προς την όχθη και το πλωτό βιβλιοπωλείο ταλαντεύτηκε.
Η πελάτισσα έχασε προς στιγμήν την ισορροπία της πάνω στα κομψά ψηλοτάκουνα παπούτσια της, αλλά ο Περντί, αντί να της προσφέρει το χέρι του, της έτεινε το βιβλίο Η κομψότητα του σκαντζόχοιρου.
Εκείνη αρπάχτηκε ενστικτωδώς από το μυθιστόρημα και το κράτησε σφιχτά.
Ο Περντί εξακολουθούσε να κρατάει το βιβλίο ενώ μιλούσε στην άγνωστη με απαλή και ήρεμη φωνή.
«Χρειάζεστε ένα δικό σας δωμάτιο. Όχι πολύ φωτεινό, με μια γάτα για να σας κρατάει συντροφιά. Και χρειάζεστε αυτό το βιβλίο, το οποίο παρακαλώ να διαβάσετε αργά. Μη βιαστείτε να το τελειώσετε και κάντε συχνά διαλείμματα. Θα σας βάλει σε σκέψεις και ίσως σας κάνει να κλάψετε. Για τον εαυτό σας. Για τα χρόνια. Αλλά μετά θα νιώθετε πολύ καλύτερα. Θα ξέρετε ότι δεν είναι ανάγκη να πέσετε να πεθάνετε, ακόμα κι αν αισθάνεστε έτσι επειδή κάποιος άντρας δεν σας φέρθηκε καλά. Και θα σας αρέσει και πάλι ο εαυτός σας και δεν θα τον βρίσκετε πλέον άσχημο ή αφελή.»
Μόνο αφού της έδωσε αυτές τις οδηγίες, άφησε το βιβλίο από το χέρι του.
Η πελάτισσα τον κοιτούσε σαστισμένη. Ο Περντί κατάλαβε από το σοκαρισμένο ύφος της ότι την είχε ψυχολογήσει σωστά και ότι τα λόγια του είχαν βρει το στόχο τους. Κατευθείαν στην καρδιά της.
Και τότε εκείνη άφησε το βιβλίο να πέσει στο πάτωμα.
«Είστε θεότρελος», ψιθύρισε προτού κάνει μεταβολή και διασχίσει  με ασταθές βήμα και κατεβασμένο κεφάλι τη γεμάτη βιβλία κοιλιά του πλοίου για να βγει στην αποβάθρα.
Ο κύριος Περντί σήκωσε τον Σκαντζόχοιρο από κάτω. Η ράχη του βιβλίου είχε γδαρθεί με το πέσιμο. Θα αναγκαζόταν να πουλήσει το μυθιστόρημα της Μιριέλ Μπαρμπερί για ένα ή δύο ευρώ σε έναν από τους μπουκινίστ της αποβάθρας, που διέθεταν στα κιόσκια τους κούτες βιβλίων προς εξερεύνηση.
Μετά ακολούθησε με το βλέμμα την πελάτισσά του. Την είδε ν’ ανοίγει με δυσκολία δρόμο ανάμεσα στο πλήθος που έκανε βόλτα, ενώ οι ώμοι της τραντάζονταν  κάτω από το σακάκι του ταγιέρ της.
Έκλαιγε. Έκλαιγε με λυγμούς, όπως κάποιος που ξέρει ότι αυτό το μικρό δράμα δεν πρόκειται να τον διαλύσει, αλλά παρ’ όλα αυτά νιώθει βαθιά πληγωμένος από την αδικία της δεδομένης στιγμής. Είχε ήδη υποστεί ένα σκληρό, βαθύ πλήγμα.  Δεν αρκούσε αυτό; Ήταν ανάγκη εκείνος ο απαίσιος βιβλιοπώλης να ρίξει αλάτι στην πληγή της;0
Ο κύριος Περντί υποψιαζόταν ότι στην προσωπική της κλίμακα βλακείας από το ένα έως το δέκα, θα τον είχε κατατάξει- εκείνον τον ανόητο νταή στο  ηλίθιο Λογοτεχνικό Φαρμακείο του- κάπου στο δώδεκα.
Και συμφωνούσε μαζί της. Το ξέσπασμά του και ο αυταρχικός τόνος του πρέπει να είχαν κάποια σχέση με την προηγούμενη νύχτα και με το κλειστό δωμάτιο. Συνήθως ήταν πιο ανεκτικός.
Γενικά έμενε ατάραχος μπροστά στις επιθυμίες, τις προσβολές ή τις ιδιορρυθμίες των πελατών του. Τους χώριζε σε τρεις κατηγορίες. Η πρώτη περιλάμβανε εκείνους για τους οποίους τα βιβλία ήταν η μοναδική πνοή καθαρού αέρα στην αποπνικτική καθημερινότητά τους. Ήταν οι αγαπημένοι πελάτες του. Έρχονταν σίγουροι ότι θα τους έλεγε τι χρειάζονταν. Ή του εκμυστηρεύονταν τα ευάλωτα σημεία τους, λέγοντας για παράδειγμα: «Μη μου δώσετε βιβλία που να περιέχουν βουνά, ανελκυστήρες ή πανοραμική θέα, σας παρακαλώ – έχω υψοφοβία. Κάποιοι τραγουδούσαν στον κύριο Περντί, παιδικές  μελωδίες ή μάλλον τα μούγκριζαν, «Μμμ…χμμ, μμχ, λαλαλα- σας λέει κάτι αυτό;» ελπίζοντας ότι ο καταπληκτικός βιβλιοπώλης θα θυμόταν για λογαριασμό τους και θα τους έδινε το βιβλίο με τις μελωδίες της παιδικής τους ηλικίας. Και τις περισσότερες φορές εκείνος καταλάβαινε ποιο βιβλίο εννοούσαν. Είχε υπάρξει μια εποχή που και ο ίδιος τραγουδούσε πολύ.
Η δεύτερη κατηγορία πελατών ήταν εκείνοι που ανέβαιναν στη Λουλού του, όπως λεγόταν το πλοίο στο λιμάνι Σανζ Ελιζέ, επειδή τους είχε σαγηνεύσει το όνομα του βιβλιοπωλείου: La Pharmacie Litteraire,  το Λογοτεχνικό Φαρμακείο.
Έρχονταν για να αγοράσουν πρωτότυπες καρτ ποστάλ {«Το διάβασμα σκοτώνει την προκατάληψη» ή «Οι άνθρωποι που διαβάζουν δεν λένε ψέματα- τουλάχιστον όχι την ώρα που διαβάζουν»} ή βιβλία- μινιατούρες μέσα σε καφέ μπουκάλια φαρμακείου ή για να βγάλουν φωτογραφίες.
Ωστόσο, αυτοί οι πελάτες ήταν μάλλον ευχάριστοι σε σύγκριση με το τρίτο είδος, εκείνους που θεωρούσαν τους εαυτούς τους βασιλιάδες αλλά, δυστυχώς, στερούνταν βασιλικών τρόπων. Χωρίς να του πουν bonjour, χωρίς να του ρίξουν ούτε μια ματιά, έπιαναν όλα τα βιβλία με δάκτυλα λαδωμένα από τις τηγανητές πατάτες που έτρωγαν και τον ρωτούσαν σαν να τον επέπλητταν: «Δεν έχετε αυτοκόλλητους επιδέσμους με ποιήματα; Ή χαρτί τουαλέτας με αστυνομικές ιστορίες σε επεισόδια; Γιατί δεν φέρνετε φουσκωτά μαξιλάρια ταξιδιού; Βασικά πράγματα για ένα φαρμακείο με βιβλία.»  
Η μητέρα του Περντί, η Λιραμπέλ Μπερνιέ, πρώην Περντί, τον είχε παροτρύνει να πουλάει έλαια για εντριβές και κάλτσες συμπίεσης- οι γυναίκες μιας κάποιας ηλικίας ένιωθαν τα πόδια τους βαριά όταν διάβαζαν καθισμένες για πολλή ώρα.
Κάποιες μέρες πουλούσε περισσότερες κάλτσες και λιγότερη λογοτεχνία.
Αναστέναξε.
 Γιατί άραγε μια τόσο ευάλωτη συναισθηματικά γυναίκα ήθελε τόσο πολύ να διαβάσει τη Νύχτα;
Εντάξει, δεν θα της έκανε και κανένα κακό.
{…}
Καθώς έκοβαν το δεύτερο πεπόνι, άκουσαν βήματα από κομψά ψηλοτάκουνα παπούτσια πάνω στην ράμπα.
Η γυναίκα που βρισκόταν εκεί νωρίτερα το πρωί εμφανίστηκε στην πόρτα της κουζίνας του πλοίου. Τα μάτια της ήταν κόκκινα από το κλάμα, αλλά έλαμπαν.
«Εντάξει», είπε.  «Δώστε μου τα βιβλία που μου ταιριάζουν και να πάνε στο διάβολο οι άντρες που δεν δίνουν δεκάρα για μένα.»

Nina George – Το μικρό παριζιάνικο βιβλιοπωλείο
Εκδόσεις «Κλειδάριθμος»


Σχόλια