Πώς μετράμε την ανθρωπιά;

Η ανθρωπιά ορίζεται ως η ιδιότητα αυτού που είναι καλός άνθρωπος, έχει καλοσύνη, διαπνέεται από συμπόνια, υψηλό αίσθημα αλληλεγγύης και νοιάζεται για τον συνάνθρωπό του. (Μπαμπινιώτης, 2012) Είμαι από την Κοζάνη, μια μικρή πόλη της Δυτικής Μακεδονίας. Αν έκανα την ερώτηση αυτή στους συμπολίτες μου πολλοί θα θεωρούσαν ότι φέρουν την ιδιότητα της ανθρωπιάς, μη εξαιρουμένης της γράφουσας. Με λίγη μεροληψία ίσως, θεωρώ ότι το ίδιο θα απαντούσε το σύνολο των Ελλήνων και στην εποχή της παγκοσμιοποίησης που βιώνουμε, μάλλον όλο το ανθρώπινο είδος στα πέρατα αυτού του μικρού πλανήτη. Δεν μπορώ να μιλήσω για τους άλλους συνανθρώπους μου, αλλά εμείς στην Κοζάνη έχουμε μεγαλώσει με μια λαϊκή απλότητα. Η συνταγή είναι εύκολη και   συνίσταται στα εξής:   ότι δεν φαίνεται κακό δεν είναι, υπάρχει μια δικαιολογία για τα πάντα και ευτυχία είναι μόνο ότι μπορεί να μετρηθεί. Και φυσικά είμαστε καλοί άνθρωποι. Απλά πράγματα, απτά. Έχεις δουλειά, έχεις οικογένεια, έχεις κοινωνική υπόσταση, μεγ

Ισμήνη Καπαντάη – Το θαύμα


Με ρωτάτε αν πιστεύω στα θαύματα. Όχι, ασφαλώς όχι… Λυπάμαι, είμαι ίσως ο τελευταίος άνθρωπος στον οποίο θα έπρεπε να τεθεί ένα παρόμοιο ερώτημα. Βλέπετε, έτσι γεννήθηκα, είμαι από τη φύση μου ένας άπιστος Θωμάς, όλα τα πράγματα για μένα πρέπει να έχουν μια εξήγηση, μια λογική εξήγηση, το αίτιον και το αιτιατό, κι αυτός είναι ο λόγος άλλωστε που ακολούθησα τον δρόμο της επιστήμης στον οποίο, όπως είχατε την καλοσύνη να πείτε, διακρίθηκα κιόλας.

 
    Έτσι γεννήθηκα, βοήθησε ωστόσο και το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσα. Ο πατέρας μου ήταν ιστορικός, θα έχετε ίσως υπ’ όψιν σας τις εργασίες του που αφορούν όλες τον Διαφωτισμό, και η μητέρα μου γιατρός, και παρόλο που δεν ήταν άθεοι, οι γονείς μου δεν θρησκεύονταν κιόλας.
    Ήταν πολύ καλοί γονείς και δεν μας πίεσαν, εμένα και τον αδελφό μου, σε τίποτα. Μας έμαθαν απλώς να ψάχνουμε, να μη θεωρούμε τίποτα δεδομένο, να δυσπιστούμε στις εξ αποκαλύψεως αλήθειες και να περιφρονούμε- όχι, όχι, το περιφρονούμε είναι ίσως πολύ βαριά κουβέντα, οι γονείς μου δεν περιφρονούσαν τους συνανθρώπους τους, αντιμετώπιζαν απλώς με συγκατάβαση τους αφελείς, εκείνους που αποδέχονται αυτές τις εντός εισαγωγικών αλήθειες, είτε επειδή στερήθηκαν τα αγαθά της παιδείας είτε από δειλία, και αντί να αναμετρηθούν με την Αλήθεια του κόσμου, καταφεύγουν στις εύκολες λύσεις και περνούν τη ζωή τους μέσα στις ομίχλες της δεισιδαιμονίας και των προκαταλήψεων.
    Με δεδομένη λοιπόν τη φυσική μου τάση για έρευνα και έχοντας, στα χρόνια που μπαίνουν κυρίως οι βάσεις πάνω στις οποίες χτίζονται οι χαρακτήρες και οι προσωπικότητες, δεχτεί αυτά τα μηνύματα όπως τα λέτε εσείς σήμερα, δεν ήταν καθόλου περίεργο ότι διέπρεψα στον χώρο της επιστήμης, έναν χώρο στον οποίο έννοιες όπως αυτές του θαύματος και του υπερφυσικού δεν υπάρχουν, όμως…
    Σας ξάφνιασε το όμως; Δεν έχετε άδικο. Ύστερα από όσα σας είπα ήδη, τι δουλειά έχει η επιφύλαξη που αυτό καταδηλώνει;… Ακούστε πάντως πώς, σε μία δεδομένη στιγμή της ζωής μου, εγώ ο άπιστος Θωμάς, ο ορκισμένος πολέμιος του σκοταδισμού, έζησα ένα θαύμα.
    Δοσμένος όπως ήμουν στην επιστήμη μου άργησα να παντρευτώ, μπορεί κιόλας να μην είχα ποτέ μου παντρευτεί, αν άνεμος καλός δεν έφερνε στον δρόμο μου την Ανατολή. Έτσι έλεγαν τη γυναίκα μου, Ανατολή.
    Εμφανίστηκε ένα πρωί στο γραφείο μου, στο Πανεπιστήμιο, και μου είπε πως την έστειλαν από τη Γραμματεία για ν’ αντικαταστήσει τον βοηθό μου που είχε αρρωστήσει.  Δεν θα μπορούσα ποτέ να εξηγήσω πως έγινε και την ερωτεύτηκα  και τι σήμαινε για μένα αυτό το «την ερωτεύτηκα», αυτά είναι δουλειές των ποιητών κι εγώ δεν τις γνωρίζω, θα σας πω μόνον πως από τη μια στιγμή στην άλλη ο κόσμος μου, αυτός ο τακτικός και ταξινομημένος, βάσει συγκεκριμένων νόμων, κόσμος μες στον οποίο ζούσα, γύρισε τα μέσα έξω, ανάποδα, όπως γυρίζει μια κάλτσα.
    Πράγματα που ως εκείνη τη στιγμή καθόριζαν τη ζωή μου δεν είχαν πλέον την παραμικρή σημασία το μόνο που μετρούσε ήταν αυτό το νέο πλάσμα με το σπάνιο όνομα- είχε το όνομα της γιαγιά της που είχε έρθει στην Ελλάδα το  1922 μαζί με τους πρόσφυγες από τα μέρη του Πόντου- το οποίο και παντρεύτηκα. Ήμουν τότε σαράντα έξι ετών.
    Ζήσαμε μαζί πέντε ευτυχισμένα χρόνια όταν, δυο χρόνια μετά τη γέννηση της κόρης μας, η Ανατολή αρρώστησε. {…}
    «Έχεις ευτυχώς, το παιδάκι σας» μου έλεγαν όταν έρχονταν να μου συλλυπηθούν, «πρέπει να κάνεις κουράγιο, το χρωστάς στο παιδί σου, τα παιδιά είναι σκοπός ζωής» κάτι έπρεπε να πουν, κι εγώ κουνούσα το κεφάλι μου συμφωνώντας μαζί τους, δεν ντρέπομαι όμως να σας ομολογήσω πως δεν καταλάβαινα τι εννοούσαν. «Σκοπός ζωής», ποιας ζωής; Θα συνέχιζα ασφαλώς να ζω και να φροντίζω την κόρη μας, η ζωή μου όμως είχε τελειώσει.
    Έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά. Μέσα σε έξι μήνες είχα τελειώσει μιαν εργασία που εκκρεμούσε και αποφάσισα να οργανώσω ένα συνέδριο για να την παρουσιάσω. Βοηθός μου ήταν τότε ο κύριος Ν., ο μετέπειτα καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, και ανέλαβε το θέμα των προσκλήσεων, ποιος δηλαδή από τους νέους και πολλά υποσχόμενους επιστήμονες στον χώρο μας θα έπρεπε το δίχως άλλο να καλέσουμε.
    Μου ανέφερε διάφορα ονόματα, ιδιαίτερα έναν συγκεκριμένο νέο επιστήμονα που είχε γνωρίσει την εποχή που ετοίμαζε τη διατριβή του στην Αμερική:
«Ο συνάδελφος που σας έλεγα» μου είπε ένα πρωί «έφθασε χθες αεροπορικώς από τη Νέα Υόρκη, μαζί με μιαν άλλη συνάδελφο που θέλει να παρακολουθήσει κι εκείνη το συνέδριο», και συνέχισε ζητώντας την γνώμη μου για διάφορα άλλα που είχαν σχέση με την διοργάνωση. Τελειώνοντας, «πότε θα θέλατε να σας τον φέρω για να τον γνωρίσετε;» με ρώτησε.
    «Πες του να έρθει μαζί σου το απόγευμα στο σπίτι» του απάντησα, γιατί τα απογεύματα, λόγω του φόρτου, συνεχίζαμε με τον βοηθό μου την εργασία μας στο σπίτι μου.
    Ο ξένος έφθασε πριν από τον βοηθό μου. Χτύπησε το κουδούνι και η κοπέλα τον οδήγησε στην βεράντα όπου καθόμουν. Λίγο αργότερα εμφανίστηκε και  ο βοηθός μου, που ζήτησε συγγνώμη. Είχε, μας είπε, μεγάλη κίνηση στο κέντρο γι’ αυτό και καθυστέρησε.
    «Πέρασα και από το ξενοδοχείο» συνέχισε απευθυνόμενος στον ξένο «και μου είπαν πως έφυγες. Βγαίνοντας συνάντησα και την Ανατολή, κάπου είχε να πάει πριν, αλλά είπε πως δεν θ’ αργήσει…»
    Προσέξτε τώρα τι θα σας πω: Για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα εγώ έζησα τις εξής δύο πραγματικότητες:
    Πραγματικότητα Α: Η Ανατολή είναι νεκρή. Ακόμα τότε επισκεπτόμουν τον τάφο της καθημερινά, και το ίδιο είχα κάνει εκείνο το πρωί. Είχα λοιπόν πλήρη συνείδηση του γεγονότος.
    Πραγματικότητα Β: Τη γυναίκα μου, με την οποία ο βοηθός μου είχε συνυπηρετήσει στο Πανεπιστήμιο για ένα χρονικό διάστημα, πριν από το γάμο μας, και με την οποία τον ένωνε μια ειλικρινής φιλία, την είχε συναντήσει στο δρόμο, κι εκείνη του είπε πως δε θ’ αργήσει. Με δεδομένο λοιπόν ότι τις δύο αυτές πραγματικότητες, που η καθεμία αναιρεί αυτομάτως την άλλη, εγώ τις έζησα ταυτοχρόνως, θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι έζησα ένα θαύμα.
    Χαμογελάτε; Βεβαίως καταλαβαίνετε, χωρίς να χρειαστεί να σας εξηγήσω τι ακριβώς συνέβη, ότι θα υπάρχει μια λογική εξήγηση. Αν δεν υπήρχε, θα το είχατε μάθει, ένα θαύμα δεν κρύβεται, υπάρχει.
    Ο βοηθός μου αναφερόταν στη νέα συνάδελφο από την Αμερική, που είχε το ίδιο σπάνιο όνομα με την νεκρή γυναίκα μου- κόμπιαζε λίγο και το τόνος του φανέρωνε μια κάποια αμηχανία την ώρα που, γυρίζοντας προς το μέρος μου, μου ζήτησε συγγνώμη, επειδή, χωρίς να με ρωτήσει πριν, την κάλεσε να έρθει κι εκείνη σπίτι. Εγώ εντούτοις για ένα χρονικό διάστημα, μικρό ασφαλώς, πίστεψα, προσέξτε τι σας λέω, πίστεψα πως μιλούσε για την δική μου Ανατολή.
    Σας παρακαλώ… Μην συνεχίζετε. Εδώ ήρθατε για να μ’ ακούσετε. Συνεντεύξεις δεν δίνω και αν το κάνω τώρα, σας εξήγησα ότι το κάνω υπό όρους, μη με διακόπτετε λοιπόν. Πού είχαμε μείνει; Α, ναι, σας έλεγα για την λογική εξήγηση που ήρθε όμως με καθυστέρηση κάποιων δευτερολέπτων. Σας ερωτώ, λοιπόν, αν είχα πεθάνει μισό δευτερόλεπτο πριν αντιληφθώ ότι ο βοηθός μου μιλούσε για μιαν άλλη, άγνωστή μου Ανατολή, δεν θα είχα φύγει από τη ζωή έχοντας ζήσει ένα θαύμα;
    Πώς; Μικρό το χρονικό διάστημα; Κύριέ μου, τι είναι ο χρόνος, ξέρετε; Ένας κώδικας είναι, δικός μας, καθαρά ανθρώπινης επινόησης, που βοηθά στην ταξινόμηση του χάους που μας περιβάλλει. Θα έχετε σίγουρα ακούσει κι εσείς, όπως και το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων της γενιάς σας που ξέρουν για όλα κάτι, για την θεωρία της ανυπαρξίας του χρόνου πριν από το Μπινγκ Μπανγκ, κι αν όχι, σας το λέω εγώ. Πιστέψτε με, δεν είναι εκεί το πρόβλημα, αλλά είναι αυτά που με απασχολούν, είμαι όμως κουρασμένος, δεν έχω τίποτε άλλο να προσθέσω, τελειώσαμε… όχι, όχι, αρκετά, μην συνεχίζετε, θα σας παρακαλέσω να φύγετε τώρα και, αν έχετε την καλοσύνη, δώστε μου εκείνο το μικρό ραδιόφωνο  που είναι πάνω στο γραφείο μου ακούω στον Αθήνα 9.84 μια ενδιαφέρουσα εκπομπή αυτήν την ώρα.   


Ισμήνη Καπαντάη – Το θαύμα

από την συλλογή «Ο πρώτος σταθμός» - 30 Ιστορίες Αθήνα 9.84

Εκδόσεις: Μεταίχμιο       
          

 

Σχόλια