Πώς μετράμε την ανθρωπιά;

Η ανθρωπιά ορίζεται ως η ιδιότητα αυτού που είναι καλός άνθρωπος, έχει καλοσύνη, διαπνέεται από συμπόνια, υψηλό αίσθημα αλληλεγγύης και νοιάζεται για τον συνάνθρωπό του. (Μπαμπινιώτης, 2012) Είμαι από την Κοζάνη, μια μικρή πόλη της Δυτικής Μακεδονίας. Αν έκανα την ερώτηση αυτή στους συμπολίτες μου πολλοί θα θεωρούσαν ότι φέρουν την ιδιότητα της ανθρωπιάς, μη εξαιρουμένης της γράφουσας. Με λίγη μεροληψία ίσως, θεωρώ ότι το ίδιο θα απαντούσε το σύνολο των Ελλήνων και στην εποχή της παγκοσμιοποίησης που βιώνουμε, μάλλον όλο το ανθρώπινο είδος στα πέρατα αυτού του μικρού πλανήτη. Δεν μπορώ να μιλήσω για τους άλλους συνανθρώπους μου, αλλά εμείς στην Κοζάνη έχουμε μεγαλώσει με μια λαϊκή απλότητα. Η συνταγή είναι εύκολη και   συνίσταται στα εξής:   ότι δεν φαίνεται κακό δεν είναι, υπάρχει μια δικαιολογία για τα πάντα και ευτυχία είναι μόνο ότι μπορεί να μετρηθεί. Και φυσικά είμαστε καλοί άνθρωποι. Απλά πράγματα, απτά. Έχεις δουλειά, έχεις οικογένεια, έχεις κοινωνική υπόσταση, μεγ

Έλενα Μαρούτσου - Μεταξύ συρμού και αποβάθρας


Η Έλενα Μαρούτσου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1967. Σπούδασε Ιστορία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών κι έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Λογοτεχνία και στις Εικαστικές Τέχνες στο Reading University της Αγγλίας. Ασχολήθηκε ερασιτεχνικά με τη φωτογραφία και το κολάζ. Έχει γράψει τις συλλογές διηγημάτων "Του ύψους και του βάθους", "Οι προδοσίες των ονομάτων", "Οι χυδαίες ορχιδέες". Το 2009 το μυθιστόρημά της "Μεταξύ συρμού και αποβάθρας" βραβεύτηκε με το Athens Prize for Literature από το περιοδικό (δέ)κατα. Ζει και εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην Αθήνα.

πηγή: http://www.biblionet.gr






Μεταξύ συρμού και αποβάθρας (Απόσπασμα)

Κατά καιρούς, σε μια φιλότιμη προσπάθεια κατανόησης του εαυτού μου, έχω επιχειρήσει να βάλω τη μάνα μου ή τη γιαγιά μου να μου διηγηθούν περιστατικά από τότε που ήμουν μικρή, όμως φαίνεται πως οι δυο αυτές γυναίκες, με τις οποίες πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής μου ηλικίας, έχουν φυλάξει στη μνήμη τους ελάχιστα επεισόδια εκείνης της εποχής. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα:
  Η γιαγιά μου λέει πως, όταν επιτέλους βάζαμε τα σορτσάκια μας και καθόμασταν στην ταβέρνα της Αγια-Μαρίνας να φάμε, εγώ -σε αντίθεση με το δύστροπο αδερφό μου, που στην ηλικία μου έτρωγε μόνο βαζάκια «Γκέρμπερ» -φώναζα μόνη μου το γκαρσόνι κι έδινα την παραγγελία μου: «Νίκουουου,πούπα!» Ο Νϊκος, που κατά τα λεγόμενα της γιαγιάς με λάτρευε, κατέφθανε με ένα ξέχειλο πιάτο σούπα τίγκα στα πιπέρια, το οποίο και καταβρόχθιζα. Η γιαγιά μου, απ' όλες τις στιγμές που περάσαμε μαζί, διάλεξε να κρατήσει ως ανάμνηση εμένα να καταβροχθίζω σαν ξενύχτης φορτηγατζής στην Εθνική ένα πιάτο σούπα.
  Η μαμά μου, απ΄την άλλη, έχει κρατήσει στο νου της το εξής: Όταν ήμουν περίπου πέντε χρονών, την είχα ρωτήσει τι είναι ο Χριστός και ποια η διαφορά του με το Θεό. Η μαμά μου μου εξήγησε τότε πως ο Χριστός είναι ο υιός του Θεου- θυμάμαι πως μου έκανε εντύπωση αυτό το  "υιός", το θεώρησα κάπως πιο τιμητικό από ένα απλό «γιός»- και πως, σε αντίθεση με τον πατέρα μου , ο Χριστός είναι και άνθρωπος. «Σαν εμάς;» την είχα ρωτήσει. «Σαν εμάς», μου είπε, «μόνο που εκείνος είναι αναμάρτητος». Το διάλογο μέχρι εδώ τον θυμάμαι κι εγώ, αλλά εκείνη ισχυρίζεται πως το πράγμα δεν έληξε εκεί. Ακολούθησε ένα σύντομο διάλειμμα περισυλλογής, κατά τη διάρκεια του οποίου η μαμά μου είχε αρχίσει να πλένει τα πιάτα, ενώ δίπλα της ο αδερφός μου έπαιρνε τα χρησιμοποιημένα κουτάλια, έβαζε μέσα μπουκίτσες ψωμί και μας τις εκσφενδόνιζε αλαλάζοντας: «Καταπέλτης! Το αρχαιότερο όπλο» Τότε, λέει, πλησιάσα τους δυο τους και ανακοίνωσα με επισημότητα την απόφασή μου να μοιάσω στον Χριστό. «Και πώς θα το καταφέρεις αυτό;» με περιέπαιξε η μαμά μου. «Απλώς δε θα κάνω αμαρτίες», της απάντησα και πήγα στο δωμάτιο μου ν΄αρχίσω τον ενάρετο βίο μου. Για ένα μεγάλο διάστημα, σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενα της μαμάς μου, όποτε έλεγα ένα ψέμα, έκανα μια σκανταλιά ή αποκαλούσα τον αδερφό μου «σκατόπαιδο», σήκωνα τα μάτια μου προς το ταβάνι κι έλεγα: «Εντάξει, ο χρόνος μετράει από τώρα».
    Η συνεισφορά των δυο αυτών περιστατικών στην αυτογνωσία μου είναι ελάχιστη. Η δυσκολία μου να ερευνήσω τα ίχνη του παρελθόντος για να καταλάβω το σημερινό μου εαυτό θα μπορούσε να παραλληλιστεί με τη δυσκολία ενός αρχαιολόγου που από ένα μόνο δόντι και δυο τρίχες προσπαθεί να συνθέσει τα χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου των σπηλαίων. Επιπλέον, τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά που μπορεί κανείς να εξαγάγει από αυτά τα περιστατικά δε συνδυάζονται εύκολα σε ένα πορτρέτο. Είναι σαν η μύτη νέγρου, που ζωγραφίζει η γιαγιά μου, να προσπαθεί να ταιριάξει με τα λεπτεπίλεπτα χείλη ασκητή, που σχεδιάζει η μάνα μου.
   Είναι ολοφάνερο πως το πορτρέτο που μου έφτιαχαν οι άλλοι ήταν ως ένα βαθμό αυθαίρετο, αποτέλεσμα δικών τους επιθυμιών, φόβων, ταυτίσεων, αλλά το ίδιο ισχύει και με το πορτρέτο που έφτιαχνα κι εγώ για τον εαυτό μου. Το τελευταίο μάλιστα, σκεφτόμουν ξαπλωμένη στον καναπέ της Εύας, έτεινε στη δική μου περίπτωση να προσπαθεί συνέχεια ν' αντιγράψει το πορτρέτο που ζωγράφιζαν οι άλλοι για μένα. Ήμουν μ' ένα πινέλο στο χέρι και έσπευδα να προσθέσω στο πορτρέτο μου κάθε χαρακτηρισικό ή γκριμάτσα, κάθε ελκυστική ή απωθητική λεπτομέρεια, που μου απέδιδε αυτός που ήταν κάθε φορά στο πλάι μου. Ήμουν το κοινωνικό καλόβολο εγγόνι της γιαγιάς μου, η βασανισμένη φιλόσοφος της μαμάς μου, η διλήδονη μοιχαλίδα του Φίλιππου, η ονειροπαρμένη αστή που κυνηγάει χίμαιρες του Αλ, η ευαίσθητη φίλη των φίλων μου, η ψύχραιμη συγγραφέας του εαυτού μου...{}
   Θα προστάτευα των εαυτό μου ως εξής: Για πρώτη φορά θα γινόμουν εγώ ο ζωγράφος του εαυτού μου. Θα δρούσα σύμφωνα με την αρχή της ηδονής, όπως μου υπαγόρευε το όνειρο, αλλά θ' απολάμβανα την ιστορία μου κρατώντας την απόσταση που μου υπαγόρευε η γνώση.{..}Θα γινόμουν έρμαιο του πόθου, αλλά κι αυτός που τον ελέγχει, γυναίκα και άντρας μαζί. Μοντέλο και ζωγράφος.    

 Έλενα Μαρούτσου - Μεταξύ συρμού και αποβάθρας
 Εκδόσεις Καστανιώτη

Σχόλια