Πώς μετράμε την ανθρωπιά;

Η ανθρωπιά ορίζεται ως η ιδιότητα αυτού που είναι καλός άνθρωπος, έχει καλοσύνη, διαπνέεται από συμπόνια, υψηλό αίσθημα αλληλεγγύης και νοιάζεται για τον συνάνθρωπό του. (Μπαμπινιώτης, 2012) Είμαι από την Κοζάνη, μια μικρή πόλη της Δυτικής Μακεδονίας. Αν έκανα την ερώτηση αυτή στους συμπολίτες μου πολλοί θα θεωρούσαν ότι φέρουν την ιδιότητα της ανθρωπιάς, μη εξαιρουμένης της γράφουσας. Με λίγη μεροληψία ίσως, θεωρώ ότι το ίδιο θα απαντούσε το σύνολο των Ελλήνων και στην εποχή της παγκοσμιοποίησης που βιώνουμε, μάλλον όλο το ανθρώπινο είδος στα πέρατα αυτού του μικρού πλανήτη. Δεν μπορώ να μιλήσω για τους άλλους συνανθρώπους μου, αλλά εμείς στην Κοζάνη έχουμε μεγαλώσει με μια λαϊκή απλότητα. Η συνταγή είναι εύκολη και   συνίσταται στα εξής:   ότι δεν φαίνεται κακό δεν είναι, υπάρχει μια δικαιολογία για τα πάντα και ευτυχία είναι μόνο ότι μπορεί να μετρηθεί. Και φυσικά είμαστε καλοί άνθρωποι. Απλά πράγματα, απτά. Έχεις δουλειά, έχεις οικογένεια, έχεις κοινωνική υπόσταση, μεγ

Χόρχε Μπουκαϊ - Να σου πω μια ιστορία


ΔΥΟ ΝΟΥΜΕΡΑ ΜΙΚΡΟΤΕΡΑ

ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ είχα έτοιμο το θέμα. Ήθελα να συνεχίσουμε τη συζήτηση σχετικά με τον καταναγκασμό.
            Όταν το κουβεντιάζαμε στο ιατρείο, μου είχε φανεί αρκετά λογικό. Όμως, την ώρα της εφαρμογής στην πράξη, μου ήταν αδύνατον να φανώ συνεπής με αυτό που θεωρητικά ακουγόταν πολύ σωστό.
            «Έχω την αίσθηση ότι, τελικά, στη ζωή μου δεν μπορώ αν δεν ζορίζομαι κάπου κάπου. Εξάλλου, μου φαίνεται αδύνατον να το καταφέρει αυτό κάποιος».



 
«Εν μέρει, έχεις δίκιο» μου είπε ο Χοντρός. «Κι εγώ πέρασα ένα μεγάλο μέρος από τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής μου προσπαθώντας να μείνω πιστός στην ιδεολογία μου, και δεν τα κατάφερα πάντα. Νομίζω ότι σε όλους το ίδιο συμβαίνει. Η ιδέα να μην καταπιέζεσαι είναι πρόκληση, μέθοδος, εκπαίδευση.
            »Στην αρχή, κι εμένα μου φαινόταν αδύνατον» συνέχισε. «Τι θα έλεγαν οι άλλοι για μένα αν δεν πήγαινα σ’ εκείνη τη συνάντηση; Αν δεν τους άκουγα με προσοχή παρόλο που δεν μ’ ενδιέφεραν καθόλου τα όσα έλεγαν; Κι αν δεν έδειχνα την ευγνωμοσύνη μου σ΄ εκείνον τον άνθρωπο τον οποίο θεωρούσα απαίσιο; Αν απαντούσα εύκολα ‘όχι’ για κάτι που αληθινά δεν ήθελα να κάνω; Αν απολάμβανα την πολυτέλεια να δουλεύω τέσσερις μέρες την εβδομάδα κι ας έβγαζα λιγότερα χρήματα; Αν τριγυρνούσα αξύριστος; Αν αρνιόμουν να κόψω το τσιγάρο ώσπου να μου έρθει φυσιολογικά;  Αν;…;  
»Κάποτε έγραψα ότι αυτή η ιδέα της ανάγκης για καταναγκασμό είναι ένα κοινωνικό δημιούργημα που προέκυψε από μια συγκεκριμένη ιδεολογία, από ένα σύστημα που, πράγματι, είναι αρκετά αυστηρό με την εικόνα του κοινωνικού ανθρώπου. Είναι φανερό ότι εάν ο άνθρωπος είναι τεμπέλης, κακοήθης, εγωιστής και αμελής πρέπει να ζοριστεί για να ‘βελτιωθεί’. Όμως, είναι στ’ αλήθεια έτσι ο άνθρωπος;»
Άκουγα τον Χόρχε γοητευμένος, όχι τόσο γι’ αυτά που έλεγε, αλλά για όσα είχα εγώ στο μυαλό μου για το πώς έπρεπε να είναι η ξένοιαστη ζωή, χωρίς συγκρούσεις με τον εαυτό σου. Έβλεπα τον εαυτό μου ήρεμο και δίχως βιασύνες, χωρίς να αναρωτιέμαι συνέχεια: «Μα τι κάνω εγώ εδώ;»
Όμως , από πού να αρχίσω;
«Πρώτα πρώτα» - συνέχισε ο Χόρχε λες και μάντευε τη σκέψη μου-, «είναι ανάγκη να απενεργοποιήσεις την παγίδα που μας έστησαν όταν ήμασταν μικρά παιδιά. Η παγίδα είναι μια ιδέα τόσο βαθιά ριζωμένη μέσα μας, που αποτελεί μέρος της κουλτούρας μας, άμεσα και έμμεσα:

«αξίζει μόνο ό,τι επιτυγχάνεται με κόπο»

Όπως θα έλεγαν και οι Αμερικανοί, αυτά είναι bull-shit (ταυρίσια κοπριά). Ο καθένας αντιλαμβάνεται από την εμπειρία του ότι, στην πραγματικότητα, αυτό δεν είναι σωστό, αλλά όλοι μας χτίζουμε τη ζωή μας σαν να ήταν μια αδιαμφισβήτητη αλήθεια. Πριν από μερικά χρόνια περιέγραψα ένα κλινικό σύνδρομο το οποίο, μολονότι δεν περιλαμβάνεται σε ιατρικά και ψυχολογικά συγγράμματα, όλοι το έχουμε ή το είχαμε κάποτε. Αποφάσισα να το ονομάσω: «Σύνδρομο των στενών παπουτσιών» και θα σου εξηγήσω γιατί:

Ένας άντρας μπαίνει σ’ ένα κατάστημα υποδημάτων, κι ένας ευγενικός υπάλληλος τον πλησιάζει:
«Τι θα θέλατε, παρακαλώ;»
«Θα ήθελα ένα ζευγάρι μαύρα παπούτσια, σαν εκείνα στη βιτρίνα»
«Βεβαίως. Τι νούμερο φοράτε; Για να δω… Σαράντα ένα;»
«Όχι, θέλω τριάντα εννιά, παρακαλώ»
«Συγγνώμη κύριε. Πάνε είκοσι χρόνια που κάνω αυτή τη δουλειά. Το νούμερο σας είναι μάλλον σαράντα ή σαράντα ένα. Αποκλείεται να είναι τριάντα εννιά.»
«Το τριάντα εννιά, παρακαλώ»
«Συγγνώμη πάλι, αλλά επιτρέψτε μου να σας μετρήσω το πόδι»
«Μετρήστε όσο θέλετε, όμως, εγώ θέλω ένα ζευγάρι παπούτσια νούμερο τριάντα εννιά»
            Ο πωλητής βγάζει ένα περίεργο εργαλείο για τη μέτρηση του ποδιού και με ικανοποίηση δηλώνει:
«Βλέπετε; Όπως σας έλεγα: σαράντα ένα!»
«Δε μου λέτε, εσείς θα πληρώσετε τα παπούτσια ή εγώ;|
«Εσείς»
«Λοιπόν, τότε μπορείτε να μου φέρετε το τριάντα εννιά νούμερο, σας παρακαλώ;»

 Ο πωλητής έκπληκτος, αλλά συμβιβασμένος, πάει να φέρει το νούμερο τριάντα εννιά. Στο δρόμο καταλαβαίνει τι έχει συμβεί. Τα παπούτσια μάλλον δεν είναι για τον ίδιον, θα θέλει να τα κάνει δώρο.
«Ορίστε, κύριε. μαύρο χρώμα, τριάντα εννιά νούμερο»
«Μου δίνετε το κόκαλο;»
«Μα, θα τα φορέσετε;»
«Φυσικά»
«Είναι για εσάς;»
«Ναι, για μένα είναι. Μου δίνετε το κόκαλο;»
            Το κόκαλο είναι απαραίτητο για να καταφέρει να χώσει το πόδι του μέσα σ’ εκείνο το παπούτσι. Ύστερα από πολλή προσπάθεια και  γελοίες στάσεις, ο πελάτης καταφέρνει να χώσει τα πόδια του στα παπούτσια.
            Με μορφασμούς πόνου κάνει μερικά βήματα πάνω στο χαλί, με αυξανόμενη δυσκολία.
«Ωραία, θα τα πάρω»
            Ο πωλητής, και μόνο που σκέφτεται τα δάκτυλα του πελάτη στριμωγμένα μέσα στο τριάντα εννιά νούμερο, νιώθει να πονάνε τα δικά του πόδια.
«Να σας τα τυλίξω;»
«Όχι, ευχαριστώ. Θα τα φορέσω»
Ο πελάτης βγαίνει από το κατάστημα και περπατάει, όπως όπως, τα τρία οικοδομικά τετράγωνα   ως τη δουλειά του. Είναι ταμίας σε μια  τράπεζα.
 Στις τέσσερις το απόγευμα, ύστερα από έξι ώρες και βάλε όρθιος μέσα σ’ εκείνα τα παπούτσια, το πρόσωπό του είναι παραμορφωμένο, τα μάτια του κατακόκκινα και τα δάκρυα τρέχουν ποτάμι από τα μάτια του.
 Ο συνάδελφος του στο διπλανό ταμείο τον παρακολουθεί όλο το απόγευμα και ανησυχεί.
«Μα τι έχεις; Δεν αισθάνεσαι καλά;»
«Μην ανησυχείς, είναι τα παπούτσια.
«Τι συμβαίνει με τα παπούτσια;»
«Με σφίγγουν»
«Γιατί; Βράχηκαν;»
«Όχι, είναι δύο νούμερα μικρότερα απ’ αυτά που φοράω»
«Ποιανού είναι;»
«Δικά μου»
«Δεν σε καταλαβαίνω. Δεν σε πονάνε τα πόδια;»
«Μ’ έχουν πεθάνει στον πόνο»
«Τότε;»
«Θα σου εξηγήσω» λέει, ξεροκαταπίνοντας.«Εγώ στη ζωή μου δεν έχω μεγάλες απολαύσεις. Στην πραγματικότητα, τον τελευταίο καιρό, οι ευχάριστες στιγμές μου είναι ελάχιστες».
«Και λοιπόν;»
«Μ’ αυτά τα παπούτσια υποφέρω. Πονάω φρικτά, είναι αλήθεια… Όμως, σε λίγες ώρες, όταν θα φτάσω σπίτι μου και θα τα βγάλω… Φαντάζεσαι τι ηδονή θα νιώσω; Απόλαυση, αδερφέ μου, απόλαυση!»

Μοιάζει τρέλα έτσι; Και πράγματι, είναι τρέλα, Ντέμιαν.
»Σε γενικές γραμμές αυτή είναι η αγωγή που παίρνουμε στην εκπαίδευσή μας. Νομίζω, βέβαια, ότι και η δική μου άποψη είναι ακραία. Ωστόσο, αξίζει τον κόπο να δοκιμάσεις σαν να ήταν κοστούμι – για να δεις αν σου πάει.
            » Πιστεύω ότι δεν υπάρχει τίποτα αληθινά πολύτιμο που να μπορεί ν’ αποκτηθεί με το στανιό.

Έμεινε στο μυαλό μου η τελευταία φράση, χυδαία και αιχμηρή:

»Το ζόρι κράτα το για… τη δυσκοιλιότητα».


Χόρχε Μπουκαϊ – «Δύο νούμερα μικρότερα»  από το βιβλίο «Να σου πω μια ιστορία- διηγήσεις μου μ’ έμαθαν να ζω»
Εκδόσεις: opera

Μετάφραση: Κρίτων Ηλιόπουλος

Σχόλια