Σαν
έγινε ο Ζαρατούστρας τριάντα χρονών πια, παράτησε την πατρίδα του και τη λίμνη
της πατρίδας του κι ανέβηκε στο βουνό. Εκεί ευφράνθηκε από το πνεύμα του κι από
την μοναξιά του, και διαβήκαν δέκα ολάκερα χρόνια χωρίς να βαλαντώσει. Στο
τέλος όμως, άλλαξε η καρδιά του- και μιαν αυγή με τα ροδοχαράματα, σηκώθηκε,
πορεύτηκε κατά τον ήλιο, κι αυτά του είπε:
«Ω,
μεγάλο άστρο! Ποια θα ‘ταν η ευτυχία σου, αν δεν είχες αυτούς που φωτίζεις!
…{πρέπει
να δύσω σαν κι εσένα, καταπώς, λεν οι άνθρωποι που κατεβαίνω ν’ ανταμώσω}….
{-Έτσι
άρχισε η δύση του Ζαρατούστρα.}
Μέρος
τρίτο
«Να
βλέπετε κατ’ απάνω όταν λαχταράτε την εξύψωση. Κι εγώ κοιτάζω κατά κάτω γιατί
είμαι πιο αψηλά! Ποιός από σας μπορεί μαζί και να γελάει και να’ ναι και στα
ύψη; Όποιος στ’ αψηλότερα βουνά ανεβαίνει, αυτός γελάει για όλες τις τραγωδίες:
του θεάτρου, και της ζωής τις τραγωδίες».
Ζαρατούστρας «Ανάγνωση και
γραφή»
… {Διαβαίνω ανάμεσα σε τούτο το λαό κι έχω τα
μάτια μου ανοιχτά, κατάντησαν πολύ μικρά και συνεχίζουν να μικραίνουν ακόμα. Κι
η αιτία είναι η διδαχή τους για την ευδαιμονία και την αρετή.
Επειδή είναι ακόμα ταπεινόφρονες στην αρετή
τους, με την επιθυμία τους για ανέσεις.
Ακόμα δασκαλεύονται να περπατάν με το δικό
τους τρόπο και να τραβάν μπροστά. Κι αυτό το λέω «κούτσα-κούτσα» Έτσι εμποδίζουν αυτούς που βιάζονται.
Και πολλοί απ’ αυτούς τραβούσαν μπροστά και
σύνορα κοίταζαν πίσω, με τεντωμένο το λαιμό τους: θα ήθελα να σκουντήξω τα
κορμιά τους.
Τα ποδαράκια και τα μάτια θα πρέπει να μην
ψεύδονται και να μη διαψεύδονται. Οι μικροί άνθρωποι όμως λένε ψέματα πολλά.
Κάμποσοι
απ’ αυτούς θέλουν, οι πιο πολλοί όμως έχουν θέληση παθητική. Κάμποσοι είναι
ειλικρινείς, μα οι πιο πολλοί της κακιάς ώρας θεατρίνοι.
Είναι ανάμεσά τους, θεατρίνοι δίχως να το
ξέρουν και θεατρίνοι δίχως να το θέλουν. Οι ειλικρινείς είναι πάντα λιγοστοί
πολύ.
Οι ιδιότητες του άντρα είναι λιγοστές πολύ,
για τούτο αντροφέρνουν οι γυναίκες. Γιατί μονάχα ο άντρας, ο ακέραιος άντρας,
μπορεί να λευτερώσει τη γυναίκα, απ’ τη γυναίκα.
Και να, η χειρότερη υποκρισία τους: όσοι
προστάζουν υποκρίνονται κι αυτοί τις αρετές εκείνων που υπακούουν.
«Υπηρετώ, υπηρετείς, υπηρετούμε», έτσι
κελαηδάει η υποκρισία των κυρίαρχων- κι αλί τους, που κι ο πρώτος κύριος, είναι
κι ο πρώτος υπηρέτης!
Αχ,
και την υποκρισία τους ακόμα, πέρα για πέρα τρύπησε η περιέργεια της ματιάς
μου. Κι ένιωσα καλά την ευτυχία τους: μια μύγα! και το ζουζούνισμά τους κατά τα
τζάμια τα ηλιοπερίχυτα.
Τόση καλοσύνη ξεχωρίζω, τόση αδυναμία! Τόση
δικαιοσύνη και συμπάθεια και αδυναμία υπάρχει!
Είναι στρογγυλοί και δίκαιοι μαζί τους,
όπως οι κόκκοι της άμμου είναι στρογγυλοί και δίκαιοι και καλοί στους άλλους
και στην άμμο.
Να αγκαλιάζουν ταπεινά μια ταπεινή
μικροευτυχία, να τι ονομάζουν « εγκαρτέρηση».
Στο βάθος μονάχα ένα, με απλοϊκή νοοτροπία,
πεθυμάν: να μην τους πειράξει κανένας. Γι’ αυτό είναι ευγενείς μεταξύ τους και
κάνουν καλό ο ένας στον άλλον.
Αυτό όμως είναι ανανδρία! δεν είναι αρετή.
Είναι πονηροί, οι μικροί άνθρωποι∙ οι αρετές τους έχουν δάχτυλα σβέλτα.
Όμως δεν έχουν γροθιές: Τα δάχτυλά τους δεν ξέρουν να κρύβονται πίσω απ’ τις
γροθιές τους.
«Αρετή»
ονομάζουν ό,τι ταπεινώνει και μερώνει: και κατάντησαν το λύκο σκύλο, και τον άνθρωπο το καλύτερο
σπιτόβιο ζώο.
«Στήσαμε την καρέκλα μας στη μέση», αυτό
μας λέει το αλέγρο κέφι τους- ακριβώς ανάμεσα σε ταυρομάχους που πεθαίνουν και
σε στρείδια εύθυμα.
Αυτό είναι μετριότητα, κι ας το λεν
μετριοπάθεια.
Διαβαίνω ανάμεσα από το λαό αυτό και αφήνω
και μου πέφτουν πολλά λόγια. Μα μήτε να αδράξουν ξέρουν μήτε να κρατήσουν.
Τους κακοφαίνεται, που δεν ήρθα να ψάξω τα
όργια και της κακίες τους, κι αλήθεια δεν ήρθα να τους προστατέψω, μήτε από
τους λωποδύτες.
Τους κακοφαίνεται, ακόμα, γιατί δεν είμαι
πρόθυμος, ν’ ακονίσω και να οξύνω τη σοφία τους: σάμπως δεν είχαν μπόλικους
αμπελοφιλόσοφους, με φωνή ν’ αντιλαλεί στ’ αφτιά μου, σαν γρατζούνισμα
πετροκόντυλου!
Κι όταν κράζω: «καταραστείτε, όλους τους
άνανδρους διαβόλους που κατοικούν εντός σας κι ολοένα θέλουν ν’ αναστενάζουν,
και να σταυρώνουν τα χέρια, για να δέονται»: τότε ρεκάζουν: «Ζαρατούστρα είσαι
άθεος».
Μα ακριβώς σ’ αυτούς μ’ αρέσει να φωνάζω
στ’ αφτί: «Ναι, είμαι ο Ζαρατούστρας ο άθεος!»}
Φρειδερίκος Νίτσε (Friedrich Nietzsche) – Τάδε Έφη Ζαρατούστρας
-Ο ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ- (απόσπαμα τρίτου μέρους)
Μετάφραση
: Γεωργία Αλεξίου Πρωταίου
Εκδοτικός
Οίκος Δαμιανός
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου