Πώς μετράμε την ανθρωπιά;

Η ανθρωπιά ορίζεται ως η ιδιότητα αυτού που είναι καλός άνθρωπος, έχει καλοσύνη, διαπνέεται από συμπόνια, υψηλό αίσθημα αλληλεγγύης και νοιάζεται για τον συνάνθρωπό του. (Μπαμπινιώτης, 2012) Είμαι από την Κοζάνη, μια μικρή πόλη της Δυτικής Μακεδονίας. Αν έκανα την ερώτηση αυτή στους συμπολίτες μου πολλοί θα θεωρούσαν ότι φέρουν την ιδιότητα της ανθρωπιάς, μη εξαιρουμένης της γράφουσας. Με λίγη μεροληψία ίσως, θεωρώ ότι το ίδιο θα απαντούσε το σύνολο των Ελλήνων και στην εποχή της παγκοσμιοποίησης που βιώνουμε, μάλλον όλο το ανθρώπινο είδος στα πέρατα αυτού του μικρού πλανήτη. Δεν μπορώ να μιλήσω για τους άλλους συνανθρώπους μου, αλλά εμείς στην Κοζάνη έχουμε μεγαλώσει με μια λαϊκή απλότητα. Η συνταγή είναι εύκολη και   συνίσταται στα εξής:   ότι δεν φαίνεται κακό δεν είναι, υπάρχει μια δικαιολογία για τα πάντα και ευτυχία είναι μόνο ότι μπορεί να μετρηθεί. Και φυσικά είμαστε καλοί άνθρωποι. Απλά πράγματα, απτά. Έχεις δουλειά, έχεις οικογένεια, έχεις κοινωνική υπόσταση, μεγ

Χρήστος Μπουλώτης – Θυμάμαι, θυμάσαι;



Ο Χρήστος Μπουλώτης (γεν. 1952) είναι αρχαιολόγος και συγγραφέας παιδικών βιβλίων, βραβευμένος από την Ακαδημία Αθηνών. Γεννήθηκε στη Μύρινα της Λήμνου.
Ξεκίνησε να ασχολείται με την παιδική λογοτεχνία το 1987 και τα βιβλία του διαπνέονται από αγάπη για το περιβάλλον, τα ζώα, το συνάνθρωπο, την ειρήνη και την αλληλοκατανόηση. Οι ιστορίες του είναι πρωτότυπες και συχνά έχουν αρχαιολογικό υπόβαθρο. Πολλά βιβλία του έχουν τύχει διεθνών διακρίσεων ενώ το 2007 του απονεμήθηκε το βραβείο παιδικού βιβλίου από την Ακαδημία Αθηνών. Έχει εκδώσει περισσότερα από 30 βιβλία.

Επίσης, έχει δημοσιεύσει ποιήματα κι έχει εκδώσει ποιητικές συλλογές.


Πηγή:Βικιπαίδεια





Χρήστος Μπουλώτης – Θυμάμαι, θυμάσαι;

Σε μια ξένη πόλη ούτε δική μου
ούτε δική σου, εκεί σε πρωτοείδα.
Μπορεί και να μ’ ήξερες από παλιά
κι απλά με ξαναβρήκες.
Κι έβρεχε, χωρίς ομπρέλα
το θυμάσαι;

Την άλλη κιόλας μέρα φτιάξαμε ένα τρένο
κίτρινο κόκκινο μπλε το βάψαμε
και ταξιδεύαμε τη γη...
νύχτες ταξιδεύαμε
στον ουρανό...
αστέρι και σταθμός
θυμάσαι;

Βρήκες το πιο μακρινό αστέρι
κι είπες να το γυαλίσουμε
να του φυτέψουμε μια λεύκα
να μείνουμε για πάντα εκεί
θυμάσαι;

Όταν σου έδινα πορτοκάλι
πήγαινε να πει μόνο μαζί σου ταξιδεύω.
Με πέντε πορτοκάλια κάναμε πορτοκαλάδα
την πίναμε μισή μισή
θυμάσαι;

Κι έτρεχα κάθε άνοιξη σ΄όλη τη γη
να βρω το πρώτο πρώτο λουλούδι
για σένα βέβαια...
Κατέβαινες στα βάθη του ωκεανού εσύ
και μου ‘φερνες ένα κοχύλι
θυμάσαι;
Άμα στο ζήταγα γινόσουνα ποτάμι λίμνη θάλασσα ωκεανός..
Κι όταν το ζήταγες γινόμουνα κι εγώ
θυμάσαι;

Μου έστελνες στον ύπνο μου όνειρα
καλοπλυμμένα, καλοχτενισμένα
και τα δικά σου όνειρα εγώ τα ετοίμαζα.
θυμάσαι;
Θυμάσαι τότε που κατέβηκα στον ύπνο σου μ΄ ένα τεράστιο ροζ αερόστατο;
Σου χάρισα ένα μύλο
να τον κρατάς γερά
γιατί φοβόσουν τα σκοτάδια.
Μου χάρισες έναν ολόιδιο κι εσύ
το θυμάσαι ακόμη;
Μια νύχτα χάθηκες σένα μεγάλο δάσος.
Είχες το μύλο δε φοβήθηκες…
κι έτρεξα και σε βρήκα.
Μου χάρισες ένα χρυσόψαρο
που μέτραγε ως τα χίλια
κι ένα τζιτζίκι
και μια ζίνα
κι ένα πουκάμισο άσπρο..
το θυμάσαι;
Και σου ‘μάθα να ζωγραφίζεις
κάμπους και ποτάμια.
Μη πατάς πολύ το μολύβι σου ‘λεγα.
Μια αγκαλιά ψυχές το τοπίο
κι οι ψυχές δεν έχουν περίγραμμα
θυμάσαι;
Και μου μάθες να φτιάχνω χάρτινα καράβια
και χάρτινα κινέζικα πουλιά.
Μια μέρα είπαμε καιρός πια να εφεύρουμε την δική μας γραφή
να μην την ξέρει άλλος.
Τη ζωγραφίσαμε στο πι και φι
κοντά σ’ενα ποτάμι, πάντα ένα ποτάμι,
τη θυμάσαι ακόμη εκείνη τη γραφή;
Κι εφεύραμε ένα σωρό πράγματα από τότε
τη σαντιγί,τον ήλιο,τις αϋπνίες,την παλίρροια
το σκούρο μπλε, τα θυμάσαι όλα;
Ό,τι δεν χώραγε στις λέξεις
το κάναμε μικρές μικρές σημαιούλες πολύχρωμες.
Θυμάσαι πως τις ανεμίζαμε;
Το μαγικό δωμάτιο που άλλαζε σχήμα

 ανάλογα με τη στάση του κορμιού μας
το θυμάσαι;
Κι ήταν φορές που γινότανε ολοστρόγγυλο,
θυμάσαι πότε;
Μαζί διαβάζαμε τα πιο ωραία παραμύθια.
Κι όταν μας τέλειωσαν
αρχίσαμε να παίζουμε δικά μας παραμύθια
Μια φορά και έναν καιρό ήτανε δυο,
θυμάσαι;
Ήτανε δυο κι ήτανε σαν ένας
ένας και πολλοί μαζί.
Χωρίζαμε για λίγο μόνο
γιατί αλλιώς πώς θ’ ανταμώναμε ξανά;
Και σου ‘γραφα κάθε στιγμή
κάτι τεράστια γράμματα.
Μου ‘γραφες και συ ακόμη πιο τεράστια.
Μια φορά όμως που άργησες,
πρόλαβε κι ήρθε ο χειμώνας,
που κράτησε όσο πέντε.
Κι όταν τέλειωσε
ήρθε πάλι χειμώνας ακόμη πιο βαρύς.
Και δεν μπορούσες να γυρίσεις.
Έμεινες μακριά και μου ‘γραψες
Η πιο μεγάλη απόσταση είναι ο χρόνος…

Μπορεί…
όμως... 


τα πιο ωραία μας ταξίδια
δεν τα ταξιδέψαμε ακόμη.
Σε περιμένω…
έλα
Θα μετρήσω ως το δέκα ….




Χρήστος Μπουλώτης – Θυμάμαι, θυμάσαι;

Εκδόσεις: Ελληνικά Γράμματα (1997)


Σχόλια