Πώς μετράμε την ανθρωπιά;

Η ανθρωπιά ορίζεται ως η ιδιότητα αυτού που είναι καλός άνθρωπος, έχει καλοσύνη, διαπνέεται από συμπόνια, υψηλό αίσθημα αλληλεγγύης και νοιάζεται για τον συνάνθρωπό του. (Μπαμπινιώτης, 2012) Είμαι από την Κοζάνη, μια μικρή πόλη της Δυτικής Μακεδονίας. Αν έκανα την ερώτηση αυτή στους συμπολίτες μου πολλοί θα θεωρούσαν ότι φέρουν την ιδιότητα της ανθρωπιάς, μη εξαιρουμένης της γράφουσας. Με λίγη μεροληψία ίσως, θεωρώ ότι το ίδιο θα απαντούσε το σύνολο των Ελλήνων και στην εποχή της παγκοσμιοποίησης που βιώνουμε, μάλλον όλο το ανθρώπινο είδος στα πέρατα αυτού του μικρού πλανήτη. Δεν μπορώ να μιλήσω για τους άλλους συνανθρώπους μου, αλλά εμείς στην Κοζάνη έχουμε μεγαλώσει με μια λαϊκή απλότητα. Η συνταγή είναι εύκολη και   συνίσταται στα εξής:   ότι δεν φαίνεται κακό δεν είναι, υπάρχει μια δικαιολογία για τα πάντα και ευτυχία είναι μόνο ότι μπορεί να μετρηθεί. Και φυσικά είμαστε καλοί άνθρωποι. Απλά πράγματα, απτά. Έχεις δουλειά, έχεις οικογένεια, έχεις κοινωνική υπόσταση, μεγ

Ν.Σ. - Mea culpa, mea culpa, mea maxima culpa



  
Ήρθες ξανά. Μα άργησες πολύ…

Δεν είμαι μικρή πια, κι ας λέω πως έτσι νιώθω, 
καθώς με το αυθόρμητο ραντίζω, την κούραση της γκρίζας κορυφής μου.
Τρομάζει ο χρόνος που περνά,
σαν γίνεται το αύριο ποτέ και
στου γιατί την έξοδο δεν τολμάει το ερωτηματικό ανάστημα να ορθώσει.
Γερνάει μαζί με μένα, σκεβρώνει
και μαζεύεται και γίνεται τελεία.

Ο πόθος του ανεξήγητου σκεπάζεται με της πείρας την αόρατη κουβέρτα 
και ενώ ξυπνά χαράματα, συνήθως ξαποσταίνει.
Και χάνεται η θέληση να μάθεις, να γνωρίσεις,
και σαν να σε καλεί ο θάνατος,
το μόνο που ακούραστα μες στις στιγμές γυρεύεις,
είναι αυτή, η γεμάτη από κενό και τίποτα, γαλήνη.

Δεν μπόρεσα το βήμα μου να πάρω απ’ την τροχιά σου 
όπως και δεν κατάφερα στη γη σου να πατήσω.
Ζωής που δεν γεννήθηκε, κόκκινος δορυφόρος.
Κάθε που σ’ άγγιζα χανόσουνα στου φόβου την πλεκτάνη
και δεν απάντησες ποτέ στου έλα, τη σιωπηλή κραυγή μου.

Άναψε το βλέμμα σου με φλόγα από μετάνοια.
Χάθηκαν τα χέρια μου μες στα καυτά σου χείλη.
Λύτρωση έσταξαν βουβά τα γαλανά σου μάτια.
Μα δεν μπόρεσε η συγκίνηση, λέξη να μου ψελλίσει.
Η πένα της συγγνώμης σου άδειο το βάζο βρήκε
απ ΄ τη μελάνη που η ζωή, ξόδεψε στα γραμμένα.


Δεν τόλμησες; Δεν μπόρεσες; Δε θέλησες;
Δεν τόλμησες. Δεν μπόρεσες. Δε θέλησες.



Ν.Σ. - Mea culpa, mea culpa, mea maxima culpa

Σχόλια