«Συνέδριο για την υπεράσπιση της κουλτούρας» (Παρίσι, 1935)
Έχω δημοσιεύσει απόσπασμα αυτού του υπέροχου και διαχρονικής αξίας δοκιμίου και παλαιότερα. Νομίζω πως αποτελεί κείμενο σταθμό για την ανάπτυξη της συλλογικής πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής συνείδησης όλων μας, Ακολουθεί ένα μέρος από το πρώτο κομμάτι του βιβλίου που αναφέρεται στο θάρρος να γράψει κανείς την αλήθεια.
{Φαίνεται αυτονόητο πως αυτός που γράφει πρέπει να γράφει την αλήθεια, µε την έννοια δηλαδή πως δεν πρέπει να την καταπνίγει ή να την αποσιωπά και πως δεν πρέπει να γράφει τίποτα που δεν είναι αληθινό. Δεν πρέπει να σκύβει στους ισχυρούς, δεν πρέπει να εξαπατά τους αδύναμους. Είναι φυσικά πολύ δύσκολο να µη σκύβεις στους ισχυρούς, και είναι πολύ κερδοφόρο να εξαπατάς τους αδύναμους. Το να µην αρέσεις στους πλούσιους σημαίνει να παραιτείσαι απ’ τον πλούτο. Το να παραιτείσαι από την πληρωμή για καμωμένη δουλειά πάει να πει, σε ορισμένες συνθήκες, να θυσιάζεις τη δουλειά, και το να αποδιώχνεις τη φήμη ανάμεσα στους ισχυρούς σημαίνει συχνά ν’ αποδιώχνεις κάθε φήμη. Όλα αυτά απαιτούν θάρρος. Οι καιροί της πιο σκληρής καταπίεσης είναι τις πιο πολλές φορές καιροί όπου γίνεται πολύς λόγος για μεγάλα και υψηλά πράγματα. Χρειάζεται θάρρος για να μιλάς σε τέτοιους καιρούς για πράγματα τόσο χαμηλά και τόσο φτηνά, όπως το φαγητό και το σπίτι του εργαζόμενου, μέσα σε µια βοή από ξεφωνητά ότι το βασικό είναι το πνεύμα της θυσίας. Όταν φορτώνουν τους αγρότες µε τιμές, χρειάζεται θάρρος να μιλάς για μηχανήματα και φτηνές ζωοτροφές που θα ευκόλυναν την τιμημένη δουλειά. Όταν απ’ όλους τους ραδιοσταθμούς ουρλιάζουν πως ο άνθρωπος χωρίς γνώση και μάθηση είναι καλύτερος από το μορφωμένο, θέλει τότε θάρρος να ρωτήσεις: καλύτερος για ποιόν; Όταν γίνεται λόγος για τέλειες και ατελείς φυλές, χρειάζεται θάρρος να ρωτήσεις αν ή πείνα κι η αμάθεια κι ο πόλεμος δεν φέρνουν βαριές παραμορφώσεις. Και ξανά, θέλει θάρρος να πει κανείς την αλήθεια για τον εαυτό του, το νικημένο. Πολλοί καταδιωγμένοι χάνουν την ικανότητα να βλέπουν τα λάθη τους. Η καταδίωξη τους φαίνεται η πιο μεγάλη αδικία. Αφού οι διώχτες που τους καταδιώκουν είναι οι κακοί· εκείνοι, οι καλοί, διώκονται για την αρετή τους. Αυτή όμως ή αρετή χτυπήθηκε, νικήθηκε κι εμποδίστηκε. Ήταν άρα µια αδύναμη αρετή, µια κακή, ανεπίτρεπτη, απαράδεχτη αρετή. Γιατί δε μπορεί ποτέ να παραδεχτούμε στην αρετή την αδυναμία της, όπως στη βροχή την υγράδα της.
Το να πεις πως οι καλοί δεν νικήθηκαν γιατί ήταν καλοί παρά γιατί ήταν ανήµποροι, αυτό χρειάζεται θάρρος.
Φυσικά η αλήθεια πρέπει να γράφεται μέσα στον αγώνα µε ψευτιά, και δεν πρέπει να ’ναι κάτι το γενικό, το απρόσιτο και πολυσήμαντο. Γιατί απ’ αυτήν ακριβώς τη γενική, απρόσιτη στόφα, είναι καμωμένη η ψευτιά. Όταν λένε για κάποιον πως είπε την αλήθεια, πάει να πει πως μερικοί ή πολλοί ή κάποιος είπαν κάτι άλλο, κάποιο ψέμα ή κάποια γενικότητα. Α υ τ ό ς όμως είπε την αλήθεια, κάτι το πραχτικό. το πραγματικό, το αναντίρρητο, αυτό ακριβώς που έπρεπε να πει. Δε χρειάζεται πολύ θάρρος για να παραπονεθεί κανείς για την κακία του κόσμου γενικά και για το θρίαμβο της ωμότητας και για ν’ απειλεί µε το θρίαμβο του πνεύματος από ένα μέρος του κόσμου όπου του επιτρέπουν ακόμα να το κάνει αυτό. Ορθώνονται τότε πολλοί σα να ‘ταν κανόνια στραμμένα ενάντια τους, ενώ τους κοιτάζουν μονάχα. μονόκλ. Ξεφωνίζουν τις γενικές τους απαιτήσεις σ’ ένα κόσμο που αγαπά τους ακίνδυνους ανθρώπους. Απαιτούν µια καθολική δικαιοσύνη για την οποία δε δούλεψαν ούτε στο ελάχιστο και µια γενική ελευθερία. Απαιτούν ένα κομμάτι απ’ τη λεία που έχει τάχα κιόλας μοιραστεί από καιρό μαζί τους. Αλήθεια νομίζουν πως είναι μονάχα αυτό που ακούγεται όμορφα. Κι όταν ή αλήθεια είναι κάτι µε αριθμούς, κάτι το ξερό και χειροπιαστό, κάτι που για να το βρεις θέλει κόπο και μελέτη, αυτά για κείνους δεν είναι αλήθεια, δεν τους εκστασιάζει. Αυτοί έχουν το εξωτερικό παρουσιαστικό μονάχα των ανθρώπων που λένε την αλήθεια. Το τραγικό µ’ αυτούς είναι: Δεν ξέρουν ποια είναι η αλήθεια}.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου