Πώς μετράμε την ανθρωπιά;

Η ανθρωπιά ορίζεται ως η ιδιότητα αυτού που είναι καλός άνθρωπος, έχει καλοσύνη, διαπνέεται από συμπόνια, υψηλό αίσθημα αλληλεγγύης και νοιάζεται για τον συνάνθρωπό του. (Μπαμπινιώτης, 2012) Είμαι από την Κοζάνη, μια μικρή πόλη της Δυτικής Μακεδονίας. Αν έκανα την ερώτηση αυτή στους συμπολίτες μου πολλοί θα θεωρούσαν ότι φέρουν την ιδιότητα της ανθρωπιάς, μη εξαιρουμένης της γράφουσας. Με λίγη μεροληψία ίσως, θεωρώ ότι το ίδιο θα απαντούσε το σύνολο των Ελλήνων και στην εποχή της παγκοσμιοποίησης που βιώνουμε, μάλλον όλο το ανθρώπινο είδος στα πέρατα αυτού του μικρού πλανήτη. Δεν μπορώ να μιλήσω για τους άλλους συνανθρώπους μου, αλλά εμείς στην Κοζάνη έχουμε μεγαλώσει με μια λαϊκή απλότητα. Η συνταγή είναι εύκολη και   συνίσταται στα εξής:   ότι δεν φαίνεται κακό δεν είναι, υπάρχει μια δικαιολογία για τα πάντα και ευτυχία είναι μόνο ότι μπορεί να μετρηθεί. Και φυσικά είμαστε καλοί άνθρωποι. Απλά πράγματα, απτά. Έχεις δουλειά, έχεις οικογένεια, έχεις κοινωνική υπόσταση, μεγ

Μαργαρίτα Καραπάνου - Ο υπνοβάτης (Απόσπασμα)


Μαργαρίτα Καραπάνου - Ο υπνοβάτης (Απόσπασμα)


Η Μαργαρίτα Καραπάνου (1946-2008) γεννήθηκε στην Αθήνα. Μεγάλωσε στην Ελλάδα και τη Γαλλία και σπούδασε κινηματογράφο στο Παρίσι. Δούλεψε ως νηπιαγωγός στην Αθήνα. Το πρώτο της μυθιστόρημα, Η Κασσάνδρα και ο λύκος, δημοσιεύτηκε αρχικά στην Αμερική, την Αγγλία και τη Γαλλία. Ύστερα στην Ελλάδα, τη Σουηδία, στο Ισραήλ, στη Γερμανία, την Ολλανδία. Απέσπασε θερμούς επαίνους από κριτικούς και συγγραφείς, όπως τον Jean-PierreFaye, τον John Updike και τον Jerome Charyn. Ο υπνοβάτης είναι το δεύτερο μυθιστόρημά της και εκδόθηκε στην Ελλάδα, τη Γαλλία, την Ισπανία και την Ολλανδία. Το 1988, στο Παρίσι, τιμήθηκε με το "βραβείο του καλύτερου ξένου μυθιστορήματος", βραβείο που επίσης έχει δοθεί στον Laurence Durrell, τον Borges, τον Στρατή Τσίρκα και τον Gabriel Garcia Marquez. Το Rien ne va plus, τρίτο της μυθιστόρημα, εκδόθηκε στην Ελλάδα και τη Γαλλία.




Ο υπνοβάτης (Απόσπασμα)

"Όλο συγγραφείς έχει αυτό το νησί" συνέχισε ξαφνικά σαν να τον απασχολούσε αυτή η σκέψη." Έρχονται όλοι εδώ και βασανίζονται, ο ένας δε γράφει, ο άλλος δεν μπορεί να σταματήσει, αρρωσταίνουν όλοι. Πες μου εμένα να σου φτιάξω μια ιστορία και να κάθομαι με τις ώρες να τη βάλω στο χαρτί με λεπτομέρειες, πως καπνίζει ο ένας, πως ντύνεται ο άλλος, και ιδίως τι αισθάνεται, θα μου ήταν αδύνατον. Πώς να γράψει τι αισθάνεται κανείς; Εδώ δεν ξέρουμε καλά καλά τι αισθανόμαστε στην πραγματική ζωή, αλλάζουμε διάθεση σ' ένα δευτερόλεπτο, εγώ, ώσπου να καπνίσω το τσιγάρο μου, ούτε που θυμάμαι τι σκεφτόμουν όταν το άναψα, κι εσείς προσπαθείτε να τα πιάσετε όλα αυτά πάνω σ' ένα χαρτί, και να 'χει και νόημα. Γιατί, βρε παιδί μου βασανίζεστε έτσι; Γι' αυτό είστε όλοι φέσι, κι ο ένας αυτοκτονεί σαν τον κύριο Νόμπελ, εσύ όλο θέλεις να φύγεις, γιατί δε γράφετε γράμματα για να ξεσπάτε, το νησί προσφέρεται στην αλληλογραφία, εγώ γράφω τις αναφορές μου με ωραίους μαρκαδόρους, βάζω και λίγο συναίσθημα, και ξεδίνω"...


"Πώς να γράψω όταν φοβάμαι τον πόνο και τα γηρατειά, πώς να γράψω όταν φοβάμαι τα πάντα; Εσύ θα μ' αγαπούσες αν ήμουν γεμάτη πληγές, όπως στο όνειρο; Θα μ' αγαπούσες αν είχα λέπρα, αν ήμουν αποκρουστική, αν ήμουνα γριά;


Γιατί πάντα από παιδί να μετράω έτσι την αγάπη, να σκέφτομαι: Κανείς δεν μ' αγαπάει για μένα, όταν δεν ξέρω καν τι θα πει αυτό. Κι εγώ θα σ' αγαπούσα αν ήσουν άσχημος, αν ήσουν άρρωστος θα φι λούσα τις πληγές σου;


Μέσα μου κρύβεται ένα παιδί, τα μάτια κλειστά απ΄το φόβο, και μια γριά, τα μάτια ορθάνοιχτα από τον τρόμο"...



" Όταν ήμουνα μικρή, πήγαινα κρυφά να δω ένα γέρο που έμενε δίπλα μας. Το δωμάτιό του είχε αυτή τη μυρωδιά -ένα μείγμα μούχλας και υγρασίας- που έχουν τα δωμάτια όπου ζουν οι ετοιμοθάνατοι Τον λάτρευα. Καθόταν πάντα σε μια πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο, το φως έπεφτε πάνω στα χέρια του, στο στεγνό του δέρμα, το φως κάθε μέρα έδειχνε και πιο εκτυφλωτικά το θάνατο που τα ψηλαφούσε πάνω σ' αυτά τα χέρια, και ο γέρος ψηλαφούσε κι αυτός με τα ίδια του τα χέρια τα μπράτσα της πολυθρόνας κάθε μέρα τα έσφιγγε πιο πολύ, δεν ήθελε να φύγει. Γονάτιζα και φίλαγα αυτά τα χέρια με τέτοια αγάπη, τέτοια φλόγα, που ούτε για σένα δεν την έχω αισθανθεί. Φιλούσα τις παλάμες του και θυμάμαι ήταν τόσο ξερές, που μετά το στόμα μου ήταν κόκκινο, ερεθισμένο. Άρχιζα να του λέω ιστορίες με νερά, ποτάμια, κατακλυσμούς, τα 'φτιαχνα εκείνη την ώρα κι ήταν ασύνδετα, τρελά, εκπληκτικά, κι εκείνος άκουγε και χαμογελούσε, ίσως να πέθαινε νωρίτερα αν δεν τον έλουζαν οι ιστορίες μου με τέτοια δροσιά Του περιέγραφα πως έπεφτε η βροχή πάνω σε μια πόλη, πως γυάλιζαν τα πεζοδρόμια, οι σκεπές, πως τρέχαν οι περαστικοί, πως άναβαν τα πρώτα φώτα στους δρόμους. Τα χέρια του τότε χαλάρωναν, αφήνανε για λίγο την πολυθρόνα και με παρακαλούσε, " πες μου άλλο ένα". Σ' αυτό το δωμάτιο, μ' αυτόν τον ετοιμοθάνατο, έμαθα να γράφω. Αν οι ιστορίες μου είχανε τη δύναμη ν'απομακρύνουνε το θάνατο, να ξεδιψάσουνε, να γεμίσουνε ένα δωμάτιο με παρουσίες πιο ζωντανές από τη λάμπα, το κρεβάτι, το βρώμικο ποτήρι, είχανε και τη δύναμη ν΄ αλλάξουνε τον κόσμο. Από τότε προσπαθώ να γράψω όπως μιλούσα σ' αυτόν τον γέρο. Αλλά μου λείπει η φλόγα, η αγάπη"...



Μαργαρίτα Καραπάνου - Ο υπνοβάτης (Απόσπασμα)
Εκδόσεις: Καστανιώτη

Σχόλια