Πώς μετράμε την ανθρωπιά;

Η ανθρωπιά ορίζεται ως η ιδιότητα αυτού που είναι καλός άνθρωπος, έχει καλοσύνη, διαπνέεται από συμπόνια, υψηλό αίσθημα αλληλεγγύης και νοιάζεται για τον συνάνθρωπό του. (Μπαμπινιώτης, 2012) Είμαι από την Κοζάνη, μια μικρή πόλη της Δυτικής Μακεδονίας. Αν έκανα την ερώτηση αυτή στους συμπολίτες μου πολλοί θα θεωρούσαν ότι φέρουν την ιδιότητα της ανθρωπιάς, μη εξαιρουμένης της γράφουσας. Με λίγη μεροληψία ίσως, θεωρώ ότι το ίδιο θα απαντούσε το σύνολο των Ελλήνων και στην εποχή της παγκοσμιοποίησης που βιώνουμε, μάλλον όλο το ανθρώπινο είδος στα πέρατα αυτού του μικρού πλανήτη. Δεν μπορώ να μιλήσω για τους άλλους συνανθρώπους μου, αλλά εμείς στην Κοζάνη έχουμε μεγαλώσει με μια λαϊκή απλότητα. Η συνταγή είναι εύκολη και   συνίσταται στα εξής:   ότι δεν φαίνεται κακό δεν είναι, υπάρχει μια δικαιολογία για τα πάντα και ευτυχία είναι μόνο ότι μπορεί να μετρηθεί. Και φυσικά είμαστε καλοί άνθρωποι. Απλά πράγματα, απτά. Έχεις δουλειά, έχεις οικογένεια, έχεις κοινωνική υπόσταση, μεγ

Vladimir Mayakovsky (Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι) - Σύννεφο με παντελόνια (Απόσπασμα)



(Vladimir Mayakovsky)
Βιογραφία (απόσμασμα από βικιπαιδεία)
Ο Βλαντιμίρ Βλαντιμίροβιτς Μαγιακόβσκι (Влади́мир Влади́мирович Маяко́вский) (7 Ιουλίου 1893 – 14 Απριλίου, 1930) ήταν Ρώσος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, ένας από τους κατεξοχήν εκπροσώπους του Ρωσικού Φουτουρισμού στις αρχές του 20ου αιώνα. {…} Το 1912 η φουτουριστική έκδοση, Ένα χαστούκι στο πρόσωπο του δημοσίου γούστου (Пощёчина общественному вкусу) περιελάμβανε τα πρώτα δημοσιευμένα ποιήματα του Μαγιακόβσκι: "Νύχτα" (Ночь), και "Πρωί" (Утро). Λόγω όμως των πολιτικών τους δραστηριοτήτων, ο Burlyuk και ο Μαγιακόβσκι αποβλήθηκαν από την Σχολή Καλών Τεχνών της Μόσχας το 1914. {…} Η σημασία της επίδρασης του Μαγιακόβσκι δεν μπορεί να περιοριστεί στην Σοβιετική ποίηση. Ενώ για χρόνια θεωρούνταν ο κορυφαίος Σοβιετικός ποιητής, άλλαξε επίσης τις παραδοχές για την ποίηση στην ευρύτερη κουλτούρα του 20ου αιώνα. Ο πολιτικός του ακτιβισμός ως καθοδηγητή προπαγάνδας σπάνια κατανοήθηκε και συχνά επικρίθηκε από τους συγχρόνους του, ακόμα και από στενούς του φίλους όπως ο Μπαρίς Πάστερνακ. Κοντά στα τέλη του 1920, ο Μαγιακόβσκι απομυθοποίησε σε μεγάλο βαθμό την πορεία της Σοβιετικής Ένωσης υπό τον Ιωσήφ Στάλιν: τα σατιρικά του έργα Ο κοριός (ρωσικά: Клоп, 1929) και Το μπάνιο (ρωσικά: Баня, 1930), τα οποία πραγματεύονται την Σοβιετική απέχθεια για την τέχνη και την γραφειοκρατεία, αντανακλούν αυτήν την εξέλιξη. Το απόγευμα στις 14 Απριλίου, 1930, ο Μαγιακόβσκι αυτοπυροβολήθηκε. Το ημιτελές κείμενο του ποιήματος της αυτοκτονίας του σημείωνε, μεταξύ άλλων:
Το καράβι της αγάπης συντρίφθηκε πάνω στην καθημερινή ρουτίνα. Εσύ κι εγώ, δεν χρωστάμε τίποτε ο ένας στον άλλον, και δεν έχει νόημα η απαρίθμηση αμοιβαίων πόνων, θλίψεων και πληγών.



Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι - Σύννεφο με παντελόνια (Απόσπασμα)
Μετάφραση από τα Ρωσικά: Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης

Την σκέψη στο πλαδαρό μυαλό σας που ονειρεύεται, σαν υπηρέτης λαίμαργος σε καναπέ λιγδιάρικο με την καρδιά κουρέλι ματωμένο θα ερεθίσω, χορταστικά χλευαστικός, ξεδιάντροπος και καυστικός. Ούτε μια γκρίζα τρίχα δεν έχω στην ψυχή, μήτε των γηρατειών την στοργή! Μέγας ο κόσμος με της φωνής τη δύναμη έρχομʼ όμορφος στα είκοσι δυο μου χρόνια. Τρυφεροί μου! Αφήστε τον έρωτα στα βιολιά. Είναι βάρβαρο στα τύμπανα να μένει.
Και δεν μπορείτε να φέρετε τα πάνω κάτω όπως εγώ, ώστε να μείνουν μόνο τα χείλη. Ελάτε να μάθετε – απʼ το βελούδινο σαλόνι του τάγματος των αρχαγγέλων το πρωτόκολλο που ήρεμα τα χείλη ξεφυλλίζει όπως η μαγείρισσα το βιβλίο των συνταγών.
Πηγαίνετε –Η σάρκα πάει να με τρελάνει - κι όπως αλλάζει χρώμα ο ουρανός – πηγαίνετε –θα είμαι άψογα τρυφερός, δεν είμαι άντρας εγώ, είμαι ένα σύννεφο με παντελόνια! Πώς η ολάνθιστη Νίκαια υπάρχει δεν πιστεύω! Και πάλι θα υμνήσω τους αραχτούς σα νοσοκομεία άντρες και τις παλιές σαν παροιμίες γυναίκες. Πιστεύετε πως τούτα δω είναι μαλάριας λόγια;
Κι όμως συνέβη, Όλα στην Οδησσό έγιναν.
«Θα ʼρθω στις τέσσερις» - είπε η Μαρία. Οκτώ. Εννιά. Δέκα. Ήρθε το βράδυ μέσʼ στης νυχτιάς την φρίκη κι έφυγε από τα παράθυρα ο σκυθρωπός Δεκέμβρης. Γελούν και χαχανίζουν πίσʼ απʼ την γερασμένη πλάτη μου Τα κηροπήγια. Να με αναγνωρίσετε τώρα δεν θα ʼταν δυνατό: ετούτος ο σκληρός ο κολοσσός στενάζει και σφαδάζει.
Τι θέλει άραγε τούτος ο σβώλος; Είναι πολλά εκείνα που ζητά ο σβώλος! Για μένα, βλέπετε, σημαντικό δεν είναι Ούτε να είμαι μπρούτζινος Μήτʼ η καρδιά μου από ατσάλι να ʼναι.
Τη νύχτα θέλω μοναχά η ταραχή μου εκεί όπου είναι μαλακά να καλυφθεί, Εκεί όπου η γυναίκα είναι. Και να, τεράστιος στο παραθύρι σκύβω, το τζάμι με το κούτελο ακουμπώ. Θα έρθει ο έρωτας ή όχι; Θα ʼναι τρανός ή μήπως μισερός; Μα σε τέτοιο κορμί μπορεί μεγάλος να ʼναι: Μικρός θα πρέπει να ʼναι. Ένας ερωτάκος ταπεινός. Με των αυτοκινήτων τις κόρνες να τρομάζει, μα των αλόγων τα σήμαντρα νʼ αγαπά. Το πρόσωπό μου όλο και βυθίζω
στη βλογιοκομμένη όψη της βροχής, Είμαι εκεί και περιμένω. Απʼ τα βογκητά της πόλης σαστισμένος. Το μεσονύχτι, με μαχαίρι σημαδεύει, τον φτάνει, τον σφάζει,
-Πάρʼ τον! Έπεσε η δωδέκατη ώρα, σαν εκτελεσμένου κεφαλή, σταγόνες γκρίζες στα τζάμια μαζεύτηκαν μεγάλωσε η γκριμάτσα, πελώρια πια σαν των χιμαιρών τα ουρλιαχτά στου Παρισιού την Παναγιά. Καταραμένη! Ακόμα δεν σου φτάνει ούτε αυτό; Το στόμα θα σκιστεί απʼ τʼ ουρλιαχτό. Στήνω τʼ αυτί κι ακούω: ησυχία, σαν άρρωστος πετιέμαι απʼ το κρεβάτι ευθύς.
Και να – αφού πρώτα ανακάθισα μετά να τρέχω άρχισα ανήσυχος μα συνεπής. Μα τώρα πια αυτός και δύο άλλοι της απόγνωσης σημαδεύουν την κάνη. Έπεσε ο σοβάς στο κάτω πάτωμα. Νεύρα – μεγάλα, μικρά, πολλά! Τρέχουν μανιασμένα και από τα νεύρα κόβονται τα πόδια! Στην κάμαρα η νύχτα ρίχνʼ ολοένα τις σκιές μα απʼ το κουρασμένο βλέμμα δεν εύγουνε αυτές. Σωπάσαν άξαφνα οι πόρτες στο ξενοδοχείο ερημιά.
{...}- Εγώ όμως τότε άλλο είχα δει: Είστε μια Τζοκόντα που πρέπει να κλαπεί! Και κλάπηκε. Στο παιχνίδι θα ριχτώ ξανά ερωτευμένος, μια φλόγα θα φωτίσει των φρυδιών την ένταση. Και λοιπόν! Ακόμη και στο σπίτι που κάηκε κάποτε ζουν, κάποιες φορές, αλήτες άστεγοι! Εκνευριστήκατε; «Έχει λιγότερα λεφτά ένας ζητιάνος απʼ ό,τι εσείς σμαράγδια τρέλας». Θυμηθείτε! Η Πομπηία εχάθηκε σαν ο Βεζούβιος θύμωσε. Έι! Κύριοι! Εραστές των ιεροσυλιών των εγκλημάτων των σφαγών – είδατε ότι το πιο παράξενο απʼ όλα – είναι το πρόσωπό μου όταν είμαι ήρεμος απολύτως; Και ξέρω- Το «Εγώ» μου πέφτει λίγο. Άλλος από μέσα μου θα ξεπεταχτεί.
Allo! Ποιός είμαι; Μαμά; Μαμά! Ο γιός σας είναι εξαιρετικά άρρωστος!
{...}Είμαι μόνος μου. Τα δακρυσμένα μάτια μου κουβάδες θα γεμίσουν. Στο πλάι σας αφήστε με να στηριχτώ. Αδειάζω! Αδειάζω! Αδειάζω! Αδειάζω! Σωριάστηκα. Δεν την αδειάζεις την καρδιά! Απʼ το καμένο πρόσωπο απʼ τις ρυτίδες μέσα καρβουνιασμένο προβάλλει ένα χαμόγελο. Μαμά! Να ψάλω δεν μπορώ. Μεσʼ στης καρδιάς την εκκλησιά κλήρος λειτουργεί! Καμένες λέξεων και αριθμών φιγούρες απʼ το κρανίο φεύγουν, σαν παιδιά που τρέχουν μακριά απʼ την πυρκαγιά! Κι ο φόβος απʼ τον ουρανό αφανίζεται υψώνοντας της «Λουζιτάνιας» τα φλεγόμενα χέρια. Στο διαμέρισμα όπου τρέμοντας οι άνθρωποι κάθονται ήσυχα μια λάμψη εκατόφεγγη ορμά απʼ την προκυμαία. Τελευταία κραυγή – εσύ, τουλάχιστον, πρόφτασε όσα λέω, εις τους αιώνες.


Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι - Σύννεφο με παντελόνια (Απόσπασμα)
Μετάφραση από τα Ρωσικά: Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης
Σειρά: Ρωσικό πανόραμα Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2008

Σχόλια

  1. Καταπληκτικό ποιήμα, δείγμα αληθινής, αυθεντικής έκφρασης, πέρα από την επίδραση αισθητικής και τεχνικής.

    Συγχαρητήρια για το blog, σας εύχομαι καλή συνέχεια! Ας βοηθήσουμε να παραμείνει ζωντανή η φλόγα του duende...

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου